Representations of Childhood in Greek Language School Textbooks: from the Rural to the Urban Childhood.
Betsas, I., Avghtidou, S., Tsiobanou, A. (2020). Representations of Childhood in Greek Language School Textbooks: from the Rural to the Urban Childhood, Paedagogica Historica, https://doi.org/10.1080/00309230.2020.1762678
The study explores the representations of childhood in Greek language school textbooks for primary second graders within a broad chronological period, from 1934 to date. School textbooks are understood as social representations of social categories and social phenomena which Greek pupils are assumed to embed. Drawing from the “new sociology of childhood” which perceives childhood as a social construction we examine the representations of childhood in school textbooks concerning their positioning in different contexts, namely the rural versus urban contexts of children’s lives. Childhood representations are analysed through a thematic analysis of texts. Findings show different representations of childhood in rural and urban contexts that however change during the course of time. Representations of childhood in rural contexts construct a perception of a homogeneous, deficit, “adult-to-be” childhood, either evil or innocent, but mainly close to John Locke’s conception of the “immanent child”. On the other hand, as time goes by, and particularly after the 1980s, childhood images construct a dominant image of urban childhood, which depicts children as spontaneous, free to take the initiative and enact their interests relating in this way to the tribal childhood discourse with references to an agentic childhood. Overall, our findings show that childhood is not represented as an unchangeable continuum but its construction is affected by changes observed in the time period over which textbooks are written.
The study explores the representations of childhood in Greek language school textbooks for primary second graders within a broad chronological period, from 1934 to date. School textbooks are understood as social representations of social categories and social phenomena which Greek pupils are assumed to embed. Drawing from the “new sociology of childhood” which perceives childhood as a social construction we examine the representations of childhood in school textbooks concerning their positioning in different contexts, namely the rural versus urban contexts of children’s lives. Childhood representations are analysed through a thematic analysis of texts. Findings show different representations of childhood in rural and urban contexts that however change during the course of time. Representations of childhood in rural contexts construct a perception of a homogeneous, deficit, “adult-to-be” childhood, either evil or innocent, but mainly close to John Locke’s conception of the “immanent child”. On the other hand, as time goes by, and particularly after the 1980s, childhood images construct a dominant image of urban childhood, which depicts children as spontaneous, free to take the initiative and enact their interests relating in this way to the tribal childhood discourse with references to an agentic childhood. Overall, our findings show that childhood is not represented as an unchangeable continuum but its construction is affected by changes observed in the time period over which textbooks are written.
Η ελληνική εκπαίδευση και ο αμερικανικός παράγοντας στη μεταπολεμική περίοδο
Μπέτσας Γ. (2018). «Η ελληνική εκπαίδευση και ο αμερικανικός παράγοντας στη μεταπολεμική περίοδο», στο ηλεκτρονική εφημερίδα Clio Turbata, διαθέσιμο στο https://clioturbata.com/%ce%b1%cf%80%cf%8c%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82/betsas_greek_education_and_usa/
Τα δεδομένα που σχετίζονται με την παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα στη μεταπολεμική Ελλάδα αναδεικνύουν μια πολύπλευρη προσέγγιση στα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της χώρας την περίοδο εκείνη. Πρόκειται για την κατάθεση νέων στοιχείων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας.
Τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει το κείμενο που ακολουθεί είναι τα ακόλουθα:
Πώς υλοποιήθηκε η αμερικανική παρέμβαση και στις περιπτώσεις που επικεντρώθηκε στον τομέα της εκπαίδευσης ποιες μορφές πήρε;
Ποια νέα δεδομένα προκύπτουν στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας;
Τα δεδομένα που σχετίζονται με την παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα στη μεταπολεμική Ελλάδα αναδεικνύουν μια πολύπλευρη προσέγγιση στα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της χώρας την περίοδο εκείνη. Πρόκειται για την κατάθεση νέων στοιχείων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας.
Τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει το κείμενο που ακολουθεί είναι τα ακόλουθα:
Πώς υλοποιήθηκε η αμερικανική παρέμβαση και στις περιπτώσεις που επικεντρώθηκε στον τομέα της εκπαίδευσης ποιες μορφές πήρε;
Ποια νέα δεδομένα προκύπτουν στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας;
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Μπέτσας, Γ. (2015) «Εκπαίδευση και ελληνοχριστιανικός πολιτισμός στις ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής επικράτειας (1871-1912)», Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, (υπό δημοσίευση).
Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η ανάδειξη των βασικών τάσεων της πολιτικής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων της οθωμανικής επικράτειας το διάστημα 1871-1912. Οι τάσεις αυτές, που τυπολογικά εντάσσονται στις δύο εκδοχές του εθνικισμού, την λαϊκότροπη «συγχρονική» και την ιστορική «εθνοκρατική», πολλές φορές αλληλοαποκλείονται στο πεδίο της εκπαίδευσης. Έτσι, προκύπτει από τη μελέτη των αρχείων του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών άλλοτε σαφής ταύτιση με τις αρχές του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και άλλοτε προφανής αποστασιοποίηση, η οποία, σχετιζόμενη με τις επίσημες διακηρύξεις του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας για τις εκπαιδευτικές παραμέτρους του ελληνικού κράτους, είναι αξιοσημείωτη. Για την περίπτωση των εκπαιδευτηρίων των ελληνικών κοινοτήτων εκτός του κράτους οι επιδιώξεις στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών σε ζητήματα όπως η γλώσσα του σχολείου, ο προσανατολισμός και η μέθοδος της εκπαίδευσης απηχούν, σε πολλές περιπτώσεις, απόψεις που την ίδια περίοδο εκφράζονται από εκπροσώπους του δημοτικισμού. Στη συνέχεια, διερευνώνται και ερμηνεύονται οι παράγοντες που συντελούν στη διαφοροποίηση των στελεχών του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών από αυτά του Υπουργείου Παιδείας σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Η ερμηνευτική προσέγγιση εστιάζεται στη «μετάλλαξη» της εθνικιστικής ιδέας, όταν αυτή εξάγεται έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, την «εθνική διάσταση» της εκπαιδευτικής πρότασης των δημοτικιστών και τις κοινωνικοποιητικές προθέσεις που συνεπάγεται το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα ως κυρίαρχο αξιακό σύστημα της ελλαδικής κοινωνίας.
Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η ανάδειξη των βασικών τάσεων της πολιτικής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων της οθωμανικής επικράτειας το διάστημα 1871-1912. Οι τάσεις αυτές, που τυπολογικά εντάσσονται στις δύο εκδοχές του εθνικισμού, την λαϊκότροπη «συγχρονική» και την ιστορική «εθνοκρατική», πολλές φορές αλληλοαποκλείονται στο πεδίο της εκπαίδευσης. Έτσι, προκύπτει από τη μελέτη των αρχείων του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών άλλοτε σαφής ταύτιση με τις αρχές του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και άλλοτε προφανής αποστασιοποίηση, η οποία, σχετιζόμενη με τις επίσημες διακηρύξεις του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας για τις εκπαιδευτικές παραμέτρους του ελληνικού κράτους, είναι αξιοσημείωτη. Για την περίπτωση των εκπαιδευτηρίων των ελληνικών κοινοτήτων εκτός του κράτους οι επιδιώξεις στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών σε ζητήματα όπως η γλώσσα του σχολείου, ο προσανατολισμός και η μέθοδος της εκπαίδευσης απηχούν, σε πολλές περιπτώσεις, απόψεις που την ίδια περίοδο εκφράζονται από εκπροσώπους του δημοτικισμού. Στη συνέχεια, διερευνώνται και ερμηνεύονται οι παράγοντες που συντελούν στη διαφοροποίηση των στελεχών του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών από αυτά του Υπουργείου Παιδείας σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Η ερμηνευτική προσέγγιση εστιάζεται στη «μετάλλαξη» της εθνικιστικής ιδέας, όταν αυτή εξάγεται έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, την «εθνική διάσταση» της εκπαιδευτικής πρότασης των δημοτικιστών και τις κοινωνικοποιητικές προθέσεις που συνεπάγεται το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα ως κυρίαρχο αξιακό σύστημα της ελλαδικής κοινωνίας.
Το διδασκαλείο νηπιαγωγών στα Φλαβιανά (Ζιντζίδερε) της Καισάρειας (1911-1916)
Μπέτσας Γ. (2015) «Το διδασκαλείο νηπιαγωγών στα Φλαβιανά (Ζιντζίδερε) της Καισάρειας (1911-1916)», στο Μικρασιατική Σπίθα, τχ.19, 85-96.
To Διδασκαλείο Νηπιαγωγών των Φλαβιανών (Ζιντζίδερε) υπήρξε η δεύτερη σχολή κατάρτισης νηπιαγωγών για τα ελληνικά νηπιαγωγεία στο διάστημα 1911-1914. Η λειτουργία του εγγράφεται σε έναν κύκλο συστηματικών προσπαθειών για την οργάνωση της εκπαίδευσης των νηπιαγωγών στη φρεβελιανή, νεωτεριστική για την εποχή, εκδοχή. Σε μεγάλο βαθμό, οι αναφορές στη λειτουργία του νηπιαγωγικού επαγγέλματος την περίοδο που συστήνεται το Διδασκαλείο αναδεικνύουν την αγωνία για την εδραίωση της Ορθοδοξίας, την εξυπηρέτηση των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στην απελευθέρωση και την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Πρόκειται για λειτουργίες που προσδιορίζουν τη νηπιαγωγό ως θεματοφύλακα των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Έτσι, οι νηπιαγωγοί θεωρούνταν απαραίτητες εκεί όπου το εθνικό έρεισμα αξιολογούταν ως αποδυναμωμένο, η γλωσσική συμπεριφορά των κατοίκων αποδυνάμωνε τα επιχειρήματα για την κατίσχυση των εθνικών συμφερόντων. Στον τομέα αυτό το νηπιαγωγείο θεωρήθηκε το ιδεατό ίδρυμα σε σχέση με τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Άλλωστε, με τους όρους αυτούς αρθρώνονται και τα πειστικότερα των επιχειρημάτων για την ανάπτυξη νηπιαγωγείων σε διαφιλονικούμενες περιοχές και τη σύσταση ιδρυμάτων εκπαίδευσης νηπιαγωγών. Η περίπτωση του Διδασκαλείου Νηπιαγωγών των Φλαβιανών (Ζιντζίδερε) φαίνεται να εμπίπτει στο παραπάνω ερμηνευτικό πλαίσιο, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις που οδήγησαν στη σύστασή του. Δυστυχώς, οι βίαιες εξελίξεις που οδήγησαν στη διακοπή του έργου του, δεν επέτρεψαν να ολοκληρώσει το εκπαιδευτικό και πολιτισμικό έργο που είχε αναλάβει.
To Διδασκαλείο Νηπιαγωγών των Φλαβιανών (Ζιντζίδερε) υπήρξε η δεύτερη σχολή κατάρτισης νηπιαγωγών για τα ελληνικά νηπιαγωγεία στο διάστημα 1911-1914. Η λειτουργία του εγγράφεται σε έναν κύκλο συστηματικών προσπαθειών για την οργάνωση της εκπαίδευσης των νηπιαγωγών στη φρεβελιανή, νεωτεριστική για την εποχή, εκδοχή. Σε μεγάλο βαθμό, οι αναφορές στη λειτουργία του νηπιαγωγικού επαγγέλματος την περίοδο που συστήνεται το Διδασκαλείο αναδεικνύουν την αγωνία για την εδραίωση της Ορθοδοξίας, την εξυπηρέτηση των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στην απελευθέρωση και την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Πρόκειται για λειτουργίες που προσδιορίζουν τη νηπιαγωγό ως θεματοφύλακα των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Έτσι, οι νηπιαγωγοί θεωρούνταν απαραίτητες εκεί όπου το εθνικό έρεισμα αξιολογούταν ως αποδυναμωμένο, η γλωσσική συμπεριφορά των κατοίκων αποδυνάμωνε τα επιχειρήματα για την κατίσχυση των εθνικών συμφερόντων. Στον τομέα αυτό το νηπιαγωγείο θεωρήθηκε το ιδεατό ίδρυμα σε σχέση με τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Άλλωστε, με τους όρους αυτούς αρθρώνονται και τα πειστικότερα των επιχειρημάτων για την ανάπτυξη νηπιαγωγείων σε διαφιλονικούμενες περιοχές και τη σύσταση ιδρυμάτων εκπαίδευσης νηπιαγωγών. Η περίπτωση του Διδασκαλείου Νηπιαγωγών των Φλαβιανών (Ζιντζίδερε) φαίνεται να εμπίπτει στο παραπάνω ερμηνευτικό πλαίσιο, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις που οδήγησαν στη σύστασή του. Δυστυχώς, οι βίαιες εξελίξεις που οδήγησαν στη διακοπή του έργου του, δεν επέτρεψαν να ολοκληρώσει το εκπαιδευτικό και πολιτισμικό έργο που είχε αναλάβει.
Education for Excellence and Leadership in Greece. The “National School of Anavryta” from a Historical Perspective
Iliadou - Tachou, S., Mpetsas, I. (2014) «Education for Excellence and Leadership in Greece. The “National School of Anavryta” from a Historical Perspective», MENON: Journal of Educational Research, v.3.
Looking into the subject of education for excellence and leadership in the history of Greek education, the “National School of Anavryta” seems to be a specific case of educational institution, which has hardly been studied in the relevant literature. Founded ad hoc to educate the Crown Prince Constantine, the school of Anavryta applied the educational ideas and school practices instituted by Kurt Hahn in Salem, Germany and Gordonstoun in Scotland, addressing descendants of rich and powerful families of Greek society and, to a limited extent, gifted students from lower social strata. Character building, community service, experiential learning, activities with elements of adventure and danger, public speaking, theatrical performances, physical education and outdoor experiences, all formed a series of extracurricular opportunities that went beyond the realm of the normal curriculum. Those educational innovations, in tune to the educational ideal of Kurt Hahn, placed the Anavryta School in the Round Square group. Though, the “National School of Anavryta” was eventually an expensive educational borrowing based on a foreign innovative educational experiment. A public school that allegedly occurred, to respond to the educational needs of the royal family and the upper socio-economic class in impoverished Greece. A public elitist school heavily criticized for its incongruity with the needs and priorities of Greek people. Keywords: Education for excellence, Education for leadership, experiential learning, history of Greek education
Looking into the subject of education for excellence and leadership in the history of Greek education, the “National School of Anavryta” seems to be a specific case of educational institution, which has hardly been studied in the relevant literature. Founded ad hoc to educate the Crown Prince Constantine, the school of Anavryta applied the educational ideas and school practices instituted by Kurt Hahn in Salem, Germany and Gordonstoun in Scotland, addressing descendants of rich and powerful families of Greek society and, to a limited extent, gifted students from lower social strata. Character building, community service, experiential learning, activities with elements of adventure and danger, public speaking, theatrical performances, physical education and outdoor experiences, all formed a series of extracurricular opportunities that went beyond the realm of the normal curriculum. Those educational innovations, in tune to the educational ideal of Kurt Hahn, placed the Anavryta School in the Round Square group. Though, the “National School of Anavryta” was eventually an expensive educational borrowing based on a foreign innovative educational experiment. A public school that allegedly occurred, to respond to the educational needs of the royal family and the upper socio-economic class in impoverished Greece. A public elitist school heavily criticized for its incongruity with the needs and priorities of Greek people. Keywords: Education for excellence, Education for leadership, experiential learning, history of Greek education
Τα πρώτα αναγνωστικά βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1917-1920 και η αξιολόγησή τους από τους εκπαιδευτικούς
Μπέτσας, Γ., Χαραλάμπους, Δ., Αμαραντίδου, Κ. (2011) «Τα πρώτα αναγνωστικά βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1917-1920 και η αξιολόγησή τους από τους εκπαιδευτικούς», Επιστήμες Αγωγής, 2011/2, 175-196.
Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η διερεύνηση των συνθηκών που προσδιόρισαν την εισαγωγή των πρώτων σχολικών βιβλίων, γραμμένων στη δημοτική γλώσσα, στο ελληνικό σχολείο. Παράλληλα, επιχειρείται να καταγραφούν οι απόψεις των δασκάλων των περιοχών της Αθήνας και του Πειραιά, όπως αυτές προκύπτουν από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών σε ερωτηματολόγια που είχαν σταλεί στις αρχές του 1918 από τους Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης. Οι δάσκαλοι είχαν κληθεί να αξιολογήσουν τα νέα σχολικά εγχειρίδια σε σχέση με τρεις παραμέτρους: το περιεχόμενο, τη γλωσσική μορφή και τη μεθοδολογική προσέγγιση. Η μέθοδος της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου προτιμήθηκε για την επεξεργασία και την ανάλυση του εν λόγω υλικού, με σκοπό την κατανόηση και ερμηνεία της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Οι απαντήσεις των δασκάλων αναδεικνύουν πως σε μια μερίδα του εκπαιδευτικού κόσμου τα νέα σχολικά βιβλία, παρά τις ατέλειες που σχετίστηκαν με την πίεση του χρόνου, αντιμετωπίστηκαν πράγματι με ενθουσιασμό από μαθητές και δασκάλους και συνδέθηκαν με την απαρχή μιας μεταρρύθμισης που, αν και τότε εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία, έμελλε να τελεσφορήσει αρκετές δεκαετίες αργότερα. Παράλληλα, ωστόσο, η επεξεργασία και ανάλυση των απαντήσεων αναδεικνύει ευρήματα που φανερώνουν την άκριτη αποδοχή των σχολικών βιβλίων από τους εκπαιδευτικούς του δείγματός μας και σε παραμέτρους ακόμη που ήταν ασύμβατες με το πνεύμα του νέου σχολείου. Το γεγονός αυτό γίνεται κατανοητό σε σχέση με τη διάχυτη αίσθηση της επαγγελματικής ανασφάλειας των εκπαιδευτικών και την πολιτική της επιβολής που είχαν υιοθετήσει οι πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η διερεύνηση των συνθηκών που προσδιόρισαν την εισαγωγή των πρώτων σχολικών βιβλίων, γραμμένων στη δημοτική γλώσσα, στο ελληνικό σχολείο. Παράλληλα, επιχειρείται να καταγραφούν οι απόψεις των δασκάλων των περιοχών της Αθήνας και του Πειραιά, όπως αυτές προκύπτουν από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών σε ερωτηματολόγια που είχαν σταλεί στις αρχές του 1918 από τους Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης. Οι δάσκαλοι είχαν κληθεί να αξιολογήσουν τα νέα σχολικά εγχειρίδια σε σχέση με τρεις παραμέτρους: το περιεχόμενο, τη γλωσσική μορφή και τη μεθοδολογική προσέγγιση. Η μέθοδος της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου προτιμήθηκε για την επεξεργασία και την ανάλυση του εν λόγω υλικού, με σκοπό την κατανόηση και ερμηνεία της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Οι απαντήσεις των δασκάλων αναδεικνύουν πως σε μια μερίδα του εκπαιδευτικού κόσμου τα νέα σχολικά βιβλία, παρά τις ατέλειες που σχετίστηκαν με την πίεση του χρόνου, αντιμετωπίστηκαν πράγματι με ενθουσιασμό από μαθητές και δασκάλους και συνδέθηκαν με την απαρχή μιας μεταρρύθμισης που, αν και τότε εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία, έμελλε να τελεσφορήσει αρκετές δεκαετίες αργότερα. Παράλληλα, ωστόσο, η επεξεργασία και ανάλυση των απαντήσεων αναδεικνύει ευρήματα που φανερώνουν την άκριτη αποδοχή των σχολικών βιβλίων από τους εκπαιδευτικούς του δείγματός μας και σε παραμέτρους ακόμη που ήταν ασύμβατες με το πνεύμα του νέου σχολείου. Το γεγονός αυτό γίνεται κατανοητό σε σχέση με τη διάχυτη αίσθηση της επαγγελματικής ανασφάλειας των εκπαιδευτικών και την πολιτική της επιβολής που είχαν υιοθετήσει οι πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Η θεσμοθέτηση του νηπιαγωγείου στην ελληνική εκπαίδευση: συστηματικές προσπάθειες του εξωελλαδικού ελληνισμού στις δεκαετίες 1870 και 1880
Μπέτσας, Γ. (2007) «Η θεσμοθέτηση του νηπιαγωγείου στην ελληνική εκπαίδευση: συστηματικές προσπάθειες του εξωελλαδικού ελληνισμού στις δεκαετίες 1870 και 1880», Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τχ.6-7, σσ.153-166.
Στο πλαίσιο της ελληνικής παιδείας η πρώτη συστηματική προσπάθεια παροχής της προσχολικής αγωγής καταγράφεται στις δεκαετίες του 1870 και 1880, όταν οι ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής επικράτειας εισάγουν στη διάρθρωση της εκπαίδευσης το νηπιαγωγείο. Πρόκειται για μια μεθοδική και συστηματική προσπάθεια διάδοσης του θεσμού του νηπιαγωγείου, με κύρια χαρακτηριστικά τον προσδιορισμό της προσχολικής αγωγής σε βάση κοινοτική (“δημόσια”), το νεωτεριστικό παιδαγωγικό προσανατολισμό του εγχειρήματος και την υιοθέτηση του θεσμού από την εκκλησιαστική διοίκηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επομένως, την ειδική εστίαση στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο προσδιορίζουν παράγοντες όπως η ευρεία ανάπτυξη του νηπιαγωγείου, η διάδοση του συστήματος του Friedrich Froebel και του νηπιακού κήπου αλλά και η σύνδεση της προσχολικής αγωγής με την κοινωνική δυναμική και την αξιολογία της ελληνικής κοινότητας.
Στο πλαίσιο της ελληνικής παιδείας η πρώτη συστηματική προσπάθεια παροχής της προσχολικής αγωγής καταγράφεται στις δεκαετίες του 1870 και 1880, όταν οι ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής επικράτειας εισάγουν στη διάρθρωση της εκπαίδευσης το νηπιαγωγείο. Πρόκειται για μια μεθοδική και συστηματική προσπάθεια διάδοσης του θεσμού του νηπιαγωγείου, με κύρια χαρακτηριστικά τον προσδιορισμό της προσχολικής αγωγής σε βάση κοινοτική (“δημόσια”), το νεωτεριστικό παιδαγωγικό προσανατολισμό του εγχειρήματος και την υιοθέτηση του θεσμού από την εκκλησιαστική διοίκηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επομένως, την ειδική εστίαση στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο προσδιορίζουν παράγοντες όπως η ευρεία ανάπτυξη του νηπιαγωγείου, η διάδοση του συστήματος του Friedrich Froebel και του νηπιακού κήπου αλλά και η σύνδεση της προσχολικής αγωγής με την κοινωνική δυναμική και την αξιολογία της ελληνικής κοινότητας.
Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα: μια θεωρητική προσέγγιση του ρόλου του σχολείου στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στη Βαλκανική
Μπέτσας, Γ. (2005) «Εκπαίδευση και νεωτερικότητα στο 19ο αιώνα: μια θεωρητική προσέγγιση του ρόλου του σχολείου στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης στη Βαλκανική», Μακεδνόν, τχ.14, 125-139.
Ορίζεται το περιεχόμενο του εθνικισμού, η σταδιακή διαφοροποίηση των γνωρισμάτων του και η επικράτηση της τυπολογίας του πολιτιστικού εθνικισμού έναντι της αντίστοιχης του πολιτικού, το συγκείμενο της περιόδου, ο ρομαντισμός των μέσων του αιώνα, ο θετικισμός των τελευταίων ετών και η επίδρασή τους στην εθνικιστική ιδεολογία. Η έξαρση του εθνικισμού γίνεται αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο των θρησκευτικών κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε σχέση με τις τάσεις που εκάστοτε ενέσκηψαν και επικράτησαν στα εσωτερικά των millet. Στη συνέχεια, διερευνάται σε θεωρητικό επίπεδο η σχέση της εκπαίδευσης με την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης σε μια κοινωνία υπό την επήρεια της εθνικιστικής ιδεολογίας και ο ρόλος του σχολείου στην κοινωνικοποίηση του πληθυσμού στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης, κωδικοποιημένης και διδασκόμενης κουλτούρας. Αναδεικνύεται ο ρόλος συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης, η σημασία των προϋπαρχουσών δομών για την ανάπτυξη της νεωτεριστικής – εθνικιστικής σκέψης και η προτίμηση σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα και διδακτικές προσεγγίσεις που θεωρούνται ότι εξυπηρετούν αποτελεσματικότερα τη γνωστική και κοινωνικοποιητική αποστολή του νεωτερικού σχολείου στο 19ο αιώνα.
Ορίζεται το περιεχόμενο του εθνικισμού, η σταδιακή διαφοροποίηση των γνωρισμάτων του και η επικράτηση της τυπολογίας του πολιτιστικού εθνικισμού έναντι της αντίστοιχης του πολιτικού, το συγκείμενο της περιόδου, ο ρομαντισμός των μέσων του αιώνα, ο θετικισμός των τελευταίων ετών και η επίδρασή τους στην εθνικιστική ιδεολογία. Η έξαρση του εθνικισμού γίνεται αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο των θρησκευτικών κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε σχέση με τις τάσεις που εκάστοτε ενέσκηψαν και επικράτησαν στα εσωτερικά των millet. Στη συνέχεια, διερευνάται σε θεωρητικό επίπεδο η σχέση της εκπαίδευσης με την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης σε μια κοινωνία υπό την επήρεια της εθνικιστικής ιδεολογίας και ο ρόλος του σχολείου στην κοινωνικοποίηση του πληθυσμού στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης, κωδικοποιημένης και διδασκόμενης κουλτούρας. Αναδεικνύεται ο ρόλος συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης, η σημασία των προϋπαρχουσών δομών για την ανάπτυξη της νεωτεριστικής – εθνικιστικής σκέψης και η προτίμηση σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα και διδακτικές προσεγγίσεις που θεωρούνται ότι εξυπηρετούν αποτελεσματικότερα τη γνωστική και κοινωνικοποιητική αποστολή του νεωτερικού σχολείου στο 19ο αιώνα.