Προσεγγίσεις και προτεραιότητες εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα
Μπέτσας, Γ., Ιορδανίδης, Γ. Τάκου, Ρ. (2017) «Προσεγγίσεις και προτεραιότητες εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα», Πρακτικά 14ου Παγκύπριου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου, 21–22 Οκτωβρίου 2016, Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Στο μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας ο όρος «εκπαιδευτικός σχεδιασμός» (educational planning) γίνεται αντιληπτός ως μια διαδικασία που τείνει να καταστήσει το εκπαιδευτικό σύστημα περισσότερο συμβατό με τις ανάγκες των μαθητών, αλλά και να διαμορφώσει τις εισροές και τις εκροές του συστήματος, έτσι ώστε αυτό να μπορέσει να ανταποκριθεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις ανάγκες της κοινωνίας. Υπό την έννοια αυτή, ο σχεδιασμός μπορεί να θεωρηθεί μια σημαντική συνιστώσα της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας αλλά και της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης μας επιχειρούμε να αποσαφηνίσουμε τον όρο «εκπαιδευτικός σχεδιασμός», καθώς διεθνώς καταγράφεται μια αξιοσημείωτη έλλειψη συμφωνίας μεταξύ ερευνητών και μελετητών αναφορικά με το εμπειρικό περιεχόμενο του όρου. Ο «εκπαιδευτικός σχεδιασμός» αποτελεί ένα πεδίο εφαρμοσμένης έρευνας που πολλές φορές αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως όρος συνώνυμος της «πολιτικής ανάλυσης», της «εκπαιδευτικής πολιτικής», της «οικονομίας της εκπαίδευσης», της «διοίκησης της εκπαίδευσης» ή της «λήψης αποφάσεων». Ακολούθως, καταγράφουμε τις περιπτώσεις μελετών εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο πλαίσιο εκπόνησης της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά και του θεσμικού λόγου που παράγουν διεθνείς οργανισμοί που εκπονούν μελέτες για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Αξιοποιούμε τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου, για να συζητήσουμε τα σημαίνοντα του εκπαιδευτικού λόγου σε σχέση με τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις της «κοινωνικής ζήτησης», των «αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό» και του «συντελεστή απόδοσης». Διερευνούμε, επίσης, τα κυρίαρχα μοντέλα εκπαιδευτικού σχεδιασμού που χρησιμοποιούν οι σχετικές μελέτες για την περίπτωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στη βάση των αποτελεσμάτων της έρευνάς μας υποστηρίζεται ότι η εκπόνηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα διαμορφώνεται με ανορθολογικά κριτήρια, καθώς σπάνια αξιοποιεί εργαλεία που παρέχονται από το πλαίσιο της σπουδής του εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Στις περιπτώσεις εκείνες μελετών που επιχειρούν να τεκμηριώσουν την αναγκαιότητα για τη χάραξη μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής, φαίνεται να κυριαρχεί διαχρονικά η προσέγγιση της «κοινωνικής ζήτησης», η οποία, όταν αμφισβητείται, ελέγχεται σε σχέση με την οικονομική αποτελεσματικότητα και τις εκροές του συστήματος. Πρόκειται για μια προσέγγιση «κόστους-οφέλους» που επικαλείται την κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος και την αναντιστοιχία με τις διεθνείς τάσεις στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Στο μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας ο όρος «εκπαιδευτικός σχεδιασμός» (educational planning) γίνεται αντιληπτός ως μια διαδικασία που τείνει να καταστήσει το εκπαιδευτικό σύστημα περισσότερο συμβατό με τις ανάγκες των μαθητών, αλλά και να διαμορφώσει τις εισροές και τις εκροές του συστήματος, έτσι ώστε αυτό να μπορέσει να ανταποκριθεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στις ανάγκες της κοινωνίας. Υπό την έννοια αυτή, ο σχεδιασμός μπορεί να θεωρηθεί μια σημαντική συνιστώσα της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας αλλά και της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης μας επιχειρούμε να αποσαφηνίσουμε τον όρο «εκπαιδευτικός σχεδιασμός», καθώς διεθνώς καταγράφεται μια αξιοσημείωτη έλλειψη συμφωνίας μεταξύ ερευνητών και μελετητών αναφορικά με το εμπειρικό περιεχόμενο του όρου. Ο «εκπαιδευτικός σχεδιασμός» αποτελεί ένα πεδίο εφαρμοσμένης έρευνας που πολλές φορές αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως όρος συνώνυμος της «πολιτικής ανάλυσης», της «εκπαιδευτικής πολιτικής», της «οικονομίας της εκπαίδευσης», της «διοίκησης της εκπαίδευσης» ή της «λήψης αποφάσεων». Ακολούθως, καταγράφουμε τις περιπτώσεις μελετών εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο πλαίσιο εκπόνησης της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά και του θεσμικού λόγου που παράγουν διεθνείς οργανισμοί που εκπονούν μελέτες για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Αξιοποιούμε τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου, για να συζητήσουμε τα σημαίνοντα του εκπαιδευτικού λόγου σε σχέση με τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις της «κοινωνικής ζήτησης», των «αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό» και του «συντελεστή απόδοσης». Διερευνούμε, επίσης, τα κυρίαρχα μοντέλα εκπαιδευτικού σχεδιασμού που χρησιμοποιούν οι σχετικές μελέτες για την περίπτωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στη βάση των αποτελεσμάτων της έρευνάς μας υποστηρίζεται ότι η εκπόνηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα διαμορφώνεται με ανορθολογικά κριτήρια, καθώς σπάνια αξιοποιεί εργαλεία που παρέχονται από το πλαίσιο της σπουδής του εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Στις περιπτώσεις εκείνες μελετών που επιχειρούν να τεκμηριώσουν την αναγκαιότητα για τη χάραξη μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής, φαίνεται να κυριαρχεί διαχρονικά η προσέγγιση της «κοινωνικής ζήτησης», η οποία, όταν αμφισβητείται, ελέγχεται σε σχέση με την οικονομική αποτελεσματικότητα και τις εκροές του συστήματος. Πρόκειται για μια προσέγγιση «κόστους-οφέλους» που επικαλείται την κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος και την αναντιστοιχία με τις διεθνείς τάσεις στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η αλλαγή παραδείγματος σχολικών εγχειριδίων στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1917-1920
Μπέτσας, Γ., Τσολοπούλου, Β. (2016) «Η αλλαγή παραδείγματος σχολικών εγχειριδίων στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1917-1920», Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου «Προγράμματα Σπουδών – Σχολικά εγχειρίδια Από το παρελθόν στο παρόν και το μέλλον», τομ. Β’, 558-569.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει και να αναδείξει τη μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε ως προς τα μορφωτικά περιεχόμενα, με έμφαση στα σχολικά εγχειρίδια, στο χώρο της δημοτικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο 1917-1920. Ειδικότερα, επιχειρείται να τεκμηριωθεί ότι η μεταρρύθμιση των σχολικών εγχειριδίων συνιστά «αλλαγή παραδείγματος» στις πολιτικές των μορφωτικών περιεχομένων και των μεθόδων διδασκαλίας στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που επικράτησε έως και το 1982. Η εισήγηση διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος αναφέρονται οι βασικές προτεραιότητες και οι μέθοδοι εφαρμογής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1917-1920 αναφορικά με τα μορφωτικά περιεχόμενα και τη διδακτική τους προσέγγιση. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το θεσμικό πλαίσιο για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο (αναλυτικά προγράμματα, προδιαγραφές και φιλοσοφία σχολικών βιβλίων). Σε ένα επόμενο στάδιο περιγράφονται αναλυτικά τα δομικά στοιχεία αλφαβηταρίων και αναγνωστικών έως το 1982, δομή, εικονογράφηση και διδακτική λειτουργία της εικόνας, γλώσσα σύνταξης, διδακτικές μέθοδοι, περιεχόμενο-θεματολογία. Με αφετηρία τα αλφαβητάρια και τα αναγνωστικά που εισάγονται στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1917-1920, η ιστορικοσυγκριτική προσέγγιση των περιεχομένων και των μεθόδων πρώτης γραφής και ανάγνωσης έως και το 1982 τεκμηριώνει την «αλλαγή παραδείγματος», που κυριαρχεί για μεγάλο διάστημα στα σχολικά βιβλία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει και να αναδείξει τη μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε ως προς τα μορφωτικά περιεχόμενα, με έμφαση στα σχολικά εγχειρίδια, στο χώρο της δημοτικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο 1917-1920. Ειδικότερα, επιχειρείται να τεκμηριωθεί ότι η μεταρρύθμιση των σχολικών εγχειριδίων συνιστά «αλλαγή παραδείγματος» στις πολιτικές των μορφωτικών περιεχομένων και των μεθόδων διδασκαλίας στην ελληνική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που επικράτησε έως και το 1982. Η εισήγηση διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος αναφέρονται οι βασικές προτεραιότητες και οι μέθοδοι εφαρμογής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1917-1920 αναφορικά με τα μορφωτικά περιεχόμενα και τη διδακτική τους προσέγγιση. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το θεσμικό πλαίσιο για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο (αναλυτικά προγράμματα, προδιαγραφές και φιλοσοφία σχολικών βιβλίων). Σε ένα επόμενο στάδιο περιγράφονται αναλυτικά τα δομικά στοιχεία αλφαβηταρίων και αναγνωστικών έως το 1982, δομή, εικονογράφηση και διδακτική λειτουργία της εικόνας, γλώσσα σύνταξης, διδακτικές μέθοδοι, περιεχόμενο-θεματολογία. Με αφετηρία τα αλφαβητάρια και τα αναγνωστικά που εισάγονται στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1917-1920, η ιστορικοσυγκριτική προσέγγιση των περιεχομένων και των μεθόδων πρώτης γραφής και ανάγνωσης έως και το 1982 τεκμηριώνει την «αλλαγή παραδείγματος», που κυριαρχεί για μεγάλο διάστημα στα σχολικά βιβλία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η Χρηματοδότηση της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα (1960-2010)
www.edu.uowm.gr/site/sites/default/files/9o_panellinio_synedrio_praktika_b_tomos.pdf
Μπέτσας, Γ., Τζιμούρτου, Α., Μαυροσκούφης, Δ. (2016) «Η Χρηματοδότηση της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα (1960-2010)», Πρακτικά 9ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Ελληνική Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Έρευνα», τομ. Β’, 321-334.
Ο όρος «χρηματοδότηση της εκπαίδευσης» αναφέρεται στο σύνολο των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών που προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της εκπαίδευσης. Περιλαμβάνει, επομένως, τους οικονομικούς πόρους που διοχετεύονται τόσο στο θεσμοθετημένο εκπαιδευτικό σύστημα όσο και σε συμπληρωματικές ή υποκατάστατες του συστήματος υπηρεσίες (shadow education). Διεθνείς και εγχώριες έρευνες έχουν αναδείξει τα επιστημονικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που συνεπάγεται η ορθολογική και ισόρροπη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Παράλληλα, έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια η συσχέτιση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων με την ανεπαρκή ή την ανορθολογική χρηματοδότηση. Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να καταγράψει το ύψος και την κατανομή των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων που διατέθηκαν για την εκπαίδευση στην Ελλάδα στην περίοδο 1960-2010, να κωδικοποιήσει διαδικασίες και μηχανισμούς που διέπουν τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης στην περίοδο αυτή και να αποτιμήσει τα δεδομένα αυτά σε σχέση με τη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η έρευνα αξιοποιεί στοιχεία παγκοσμίων βάσεων δεδομένων (UNESCO, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ), των προϋπολογισμών του ελληνικού κράτους και μελέτες της ελληνικής στατιστικής αρχής, που αναφέρονται τόσο στις δημόσιες δαπάνες όσο και στις δαπάνες των νοικοκυριών για την εκπαίδευση. Μεθοδολογικά, χρησιμοποιούνται διάφοροι δείκτες της περιγραφικής στατιστικής ενώ επιχειρείται η ερμηνεία των δεδομένων στη βάση της θεωρίας συστημάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν διαχρονικά την ακραία υποχρηματοδότηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος από τις δημόσιες δαπάνες και τη βαθμιαία υπερδιόγκωση των ιδιωτικών δαπανών για συμπληρωματικές ή υποκατάστατες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Καταγράφουν την ανορθολογική κατανομή των πόρων στις διάφορες βαθμίδες, λειτουργίες και δίκτυα του συστήματος, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αναδεικνύουν, τέλος, τη μακροχρόνια αυτή παράδοση της ανορθολογικής και αντιαναπτυξιακής χρηματοδότησης του εκπαιδευτικού τομέα στη χώρα μας ως προσδιοριστική εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων που βιώνουν οι έλληνες πολίτες.
Μπέτσας, Γ., Τζιμούρτου, Α., Μαυροσκούφης, Δ. (2016) «Η Χρηματοδότηση της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα (1960-2010)», Πρακτικά 9ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Ελληνική Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Έρευνα», τομ. Β’, 321-334.
Ο όρος «χρηματοδότηση της εκπαίδευσης» αναφέρεται στο σύνολο των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών που προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της εκπαίδευσης. Περιλαμβάνει, επομένως, τους οικονομικούς πόρους που διοχετεύονται τόσο στο θεσμοθετημένο εκπαιδευτικό σύστημα όσο και σε συμπληρωματικές ή υποκατάστατες του συστήματος υπηρεσίες (shadow education). Διεθνείς και εγχώριες έρευνες έχουν αναδείξει τα επιστημονικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που συνεπάγεται η ορθολογική και ισόρροπη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Παράλληλα, έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια η συσχέτιση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων με την ανεπαρκή ή την ανορθολογική χρηματοδότηση. Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να καταγράψει το ύψος και την κατανομή των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων που διατέθηκαν για την εκπαίδευση στην Ελλάδα στην περίοδο 1960-2010, να κωδικοποιήσει διαδικασίες και μηχανισμούς που διέπουν τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης στην περίοδο αυτή και να αποτιμήσει τα δεδομένα αυτά σε σχέση με τη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η έρευνα αξιοποιεί στοιχεία παγκοσμίων βάσεων δεδομένων (UNESCO, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ), των προϋπολογισμών του ελληνικού κράτους και μελέτες της ελληνικής στατιστικής αρχής, που αναφέρονται τόσο στις δημόσιες δαπάνες όσο και στις δαπάνες των νοικοκυριών για την εκπαίδευση. Μεθοδολογικά, χρησιμοποιούνται διάφοροι δείκτες της περιγραφικής στατιστικής ενώ επιχειρείται η ερμηνεία των δεδομένων στη βάση της θεωρίας συστημάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν διαχρονικά την ακραία υποχρηματοδότηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος από τις δημόσιες δαπάνες και τη βαθμιαία υπερδιόγκωση των ιδιωτικών δαπανών για συμπληρωματικές ή υποκατάστατες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Καταγράφουν την ανορθολογική κατανομή των πόρων στις διάφορες βαθμίδες, λειτουργίες και δίκτυα του συστήματος, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Αναδεικνύουν, τέλος, τη μακροχρόνια αυτή παράδοση της ανορθολογικής και αντιαναπτυξιακής χρηματοδότησης του εκπαιδευτικού τομέα στη χώρα μας ως προσδιοριστική εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων που βιώνουν οι έλληνες πολίτες.
Children in the Maelstrom of the Greek Civil War. Educational and Social Practices at the Beginning of the Cold War
Iliadou - Tachou, S., Mpetsas, I. (2015) «Children in the Maelstrom of the Greek Civil War. Educational and Social Practices at the Beginning of the Cold War», στο Kiprianos, P., Pourtois J.P. (eds) Actes du XVeme Congres de l’ AIFREF a Patras en Mai 2013, Family, School, and Local Societies: Policies and Practices for Children, pp. 221-229.
Contemporary historiography indicates an increasing interest in the mass evacuation of the ‘war handicapped’ children of the Greek Civil War, in the aftermath of the WWII, between government’s troops, backed by the United Kingdom and United States, and rebel forces, the military branch of the Greek Communist Party. An infinite valley of tears, raping of childhood innocence, violent rupture of family ties, children taken by force from their parents are representations promoted by relevant literary, academic and political discourses. The protection of the children victims of the armed conflicts during the Greek Civil War had activated an international humanitarian alert. Local, translocal and global dynamics, at the very beginning of the Cold War, identified the formation and transformation of the social and educational policies and practices towards the children victims of the Greek Civil War. Consequently, our analysis revolves around the particular patterns of the social and educational policy which had been adopted by the two opposing sides of the Cold War and the United Nations themselves. Aiming at identifying those particular patterns as perceptions and practices by the two sides on protections for children victims caught up in high-intensity internal conflicts such as civil wars, our research attempts a contrapuntal reading of diplomatic documents, manifests, press articles and illustrations regarding the Greek children as victims in the maelstrom of the Civil War.
Contemporary historiography indicates an increasing interest in the mass evacuation of the ‘war handicapped’ children of the Greek Civil War, in the aftermath of the WWII, between government’s troops, backed by the United Kingdom and United States, and rebel forces, the military branch of the Greek Communist Party. An infinite valley of tears, raping of childhood innocence, violent rupture of family ties, children taken by force from their parents are representations promoted by relevant literary, academic and political discourses. The protection of the children victims of the armed conflicts during the Greek Civil War had activated an international humanitarian alert. Local, translocal and global dynamics, at the very beginning of the Cold War, identified the formation and transformation of the social and educational policies and practices towards the children victims of the Greek Civil War. Consequently, our analysis revolves around the particular patterns of the social and educational policy which had been adopted by the two opposing sides of the Cold War and the United Nations themselves. Aiming at identifying those particular patterns as perceptions and practices by the two sides on protections for children victims caught up in high-intensity internal conflicts such as civil wars, our research attempts a contrapuntal reading of diplomatic documents, manifests, press articles and illustrations regarding the Greek children as victims in the maelstrom of the Civil War.
Οι εκπαιδευτικοι δεικτες στο Νομο Πελλας κατα τον 20ο αιωνα: Συμμετοχη στην εκπαιδευση, εγκαταλειψη του σχολειου και σχολικη επιδοση με βαση τις στατιστικες απογραφες της εκπαιδευσης
Μπέτσας, Γ. (2014) «Οι εκπαιδευτικοί δείκτες στο Νομό Πέλλας κατά τον 20ο αιώνα: Συμμετοχή στην εκπαίδευση, εγκατάλειψη του σχολείου και σχολική επίδοση με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης», (Επιστημονικό Συνέδριο) Η εκπαίδευση στην περιοχή της Πέλλας (19ος-μέσα 20ου αι.), Έδεσσα 17 - 18 Νοεμβρίου 2012.
Με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης που διενεργήθηκαν στο διάστημα 1926-2000, τις απογραφές πληθυσμού και μελέτες σχετικές με την εκπαίδευση και την οικονομία επιχειρείται να καταγραφούν και να ενταχθούν στο ερμηνευτικό τους πλαίσιο οι βασικές παράμετροι που συγκρότησαν το χώρο της εκπαίδευσης στο Νομό Πέλλας σε μια μακρά περίοδο. Πρόκειται για δείκτες που χαρτογραφούν την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος και συνιστούν, παράλληλα, προϋπόθεση ενός συνθετικού ερμηνευτικού εγχειρήματος για την κατανόηση της ταυτότητας και της κινητικότητας μιας κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, μελετώνται εκπαιδευτικοί δείκτες που αφορούν το μορφωτικό επίπεδο, τη συμμετοχή στην εκπαίδευση και τη σχολική επίδοση. Η αποτύπωση των χαρακτηριστικών αυτών της εκπαίδευσης στη διαχρονία τους στην Πέλλα δίνει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι τάσεις που διαμορφώθηκαν διαχρονικά, ενώ, παράλληλα, η συσχέτισή τους με την εκπαιδευτική πραγματικότητα στο σύνολο της χώρας αναδεικνύει τα σχετικά επιτεύγματα και τις υστερήσεις.
Με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης που διενεργήθηκαν στο διάστημα 1926-2000, τις απογραφές πληθυσμού και μελέτες σχετικές με την εκπαίδευση και την οικονομία επιχειρείται να καταγραφούν και να ενταχθούν στο ερμηνευτικό τους πλαίσιο οι βασικές παράμετροι που συγκρότησαν το χώρο της εκπαίδευσης στο Νομό Πέλλας σε μια μακρά περίοδο. Πρόκειται για δείκτες που χαρτογραφούν την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος και συνιστούν, παράλληλα, προϋπόθεση ενός συνθετικού ερμηνευτικού εγχειρήματος για την κατανόηση της ταυτότητας και της κινητικότητας μιας κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, μελετώνται εκπαιδευτικοί δείκτες που αφορούν το μορφωτικό επίπεδο, τη συμμετοχή στην εκπαίδευση και τη σχολική επίδοση. Η αποτύπωση των χαρακτηριστικών αυτών της εκπαίδευσης στη διαχρονία τους στην Πέλλα δίνει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι τάσεις που διαμορφώθηκαν διαχρονικά, ενώ, παράλληλα, η συσχέτισή τους με την εκπαιδευτική πραγματικότητα στο σύνολο της χώρας αναδεικνύει τα σχετικά επιτεύγματα και τις υστερήσεις.
Η ελληνική εκπαίδευση και ο αμερικανικός παράγοντας στη μεταπολεμική περίοδο
Μπέτσας, Γ. (2015) «Η ελληνική εκπαίδευση και ο αμερικανικός παράγοντας στη μεταπολεμική περίοδο», στο: Α. Χουρδάκης, Κ. Δαλακούρα και Σ. Χατζηστεφανίδου (επιµ.), Ιστοριογραφία της ελληνικής εκπαίδευσης: Επανεκτιµήσεις και προοπτικές, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστηµίου Κρήτης, Ρέθυµνο, σσ. 311-339.
Με την παρούσα ανακοίνωση επιχειρείται να διερευνηθούν οι βασικοί άξονες στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπό το φως των στοιχείων που προκύπτουν από τη μελέτη ντοκουμέντων σχετικών με την αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη περίοδο. Πρόκειται για την κατάθεση νέων δεδομένων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας, αν και προσδιορίζουν μια σημαντική συνιστώσα στη διαμόρφωση ορισμένων τομέων της εκπαιδευτικής πολιτικής στις δεκαετίες 1950 και 1960 και, ενδεχομένως, εμπλουτίζουν τα παραδεδομένα ερμηνευτικά σχήματα της «εξαρτημένης ανάπτυξης» και της «μεταρρύθμισης - αντιμεταρρύθμισης». Στην ιστορική εκείνη καμπή, όταν η υπαρξιακή ανασφάλεια του αστικού κράτους επικαθόριζε ως αδιαπραγμάτευτο κριτήριο πατριωτισμού τον αντικομμουνισμό, κάθε έκφανση της εκπαιδευτικής διαδικασίας κλήθηκε να συμβάλλει σε μια ανάλογη πολιτική κοινωνικοποίηση. Ωστόσο, παράλληλα με την περιθωριοποίηση όποιου στοιχείου θεωρούνταν ότι αλλοιώνει το ανθρωπιστικό ιδεώδες της αγωγής και το ελληνοχριστιανικό πρόταγμά της (τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση – δημοτική γλώσσα), φαίνεται να υιοθετήθηκε, παράλληλα, και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης ένα αρκετά διαφορετικό μοντέλο απώθησης του «κομμουνιστικού κινδύνου». Πρόκειται για το γενικότερο σχέδιο που εκπορεύτηκε από την αντίληψη που εξέφραζε η αμερικανική βοήθεια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου πως η ενίσχυση των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας και η συντεταγμένη εμπλοκή των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων στην παραγωγική διαδικασία αποτελούσαν τα σημαντικότερα εχέγγυα για την κοινωνική ενσωμάτωση και τη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας. Από τη σκοπιά της εκπαίδευσης, τα σχετικά αρχεία των υπηρεσιών της αμερικανικής βοήθειας αναδεικνύουν πως η θέση αυτή υπηρετήθηκε κυρίαρχα μέσα από την ανάπτυξη της κατώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, την προώθηση του αλφαβητισμού, την εκπαίδευση αριστείας και την ενσωμάτωση μειονοτικών ομάδων μέσω μοντέλων και πρακτικών που είχαν γνωρίσει επιτυχία στις ΗΠΑ. Στη βάση των δεδομένων αυτών, φαίνεται πως η ελληνική εκπαίδευση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κλήθηκε να συμβάλει στην προτεραιότητα του αντικομμουνισμού μέσω συμπληρωματικών, αντικρουόμενων πολλές φορές, εκπαιδευτικών στρατηγικών, και να υπηρετήσει αμφιλεγόμενες προοπτικές για τη χώρα: αυτές της στρεβλής και της εξαρτημένης ανάπτυξης.
Με την παρούσα ανακοίνωση επιχειρείται να διερευνηθούν οι βασικοί άξονες στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπό το φως των στοιχείων που προκύπτουν από τη μελέτη ντοκουμέντων σχετικών με την αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη περίοδο. Πρόκειται για την κατάθεση νέων δεδομένων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στη συζήτηση για τη μεταπολεμική εκπαιδευτική ιστορία του τόπου μας, αν και προσδιορίζουν μια σημαντική συνιστώσα στη διαμόρφωση ορισμένων τομέων της εκπαιδευτικής πολιτικής στις δεκαετίες 1950 και 1960 και, ενδεχομένως, εμπλουτίζουν τα παραδεδομένα ερμηνευτικά σχήματα της «εξαρτημένης ανάπτυξης» και της «μεταρρύθμισης - αντιμεταρρύθμισης». Στην ιστορική εκείνη καμπή, όταν η υπαρξιακή ανασφάλεια του αστικού κράτους επικαθόριζε ως αδιαπραγμάτευτο κριτήριο πατριωτισμού τον αντικομμουνισμό, κάθε έκφανση της εκπαιδευτικής διαδικασίας κλήθηκε να συμβάλλει σε μια ανάλογη πολιτική κοινωνικοποίηση. Ωστόσο, παράλληλα με την περιθωριοποίηση όποιου στοιχείου θεωρούνταν ότι αλλοιώνει το ανθρωπιστικό ιδεώδες της αγωγής και το ελληνοχριστιανικό πρόταγμά της (τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση – δημοτική γλώσσα), φαίνεται να υιοθετήθηκε, παράλληλα, και στο πλαίσιο της εκπαίδευσης ένα αρκετά διαφορετικό μοντέλο απώθησης του «κομμουνιστικού κινδύνου». Πρόκειται για το γενικότερο σχέδιο που εκπορεύτηκε από την αντίληψη που εξέφραζε η αμερικανική βοήθεια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου πως η ενίσχυση των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας και η συντεταγμένη εμπλοκή των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων στην παραγωγική διαδικασία αποτελούσαν τα σημαντικότερα εχέγγυα για την κοινωνική ενσωμάτωση και τη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας. Από τη σκοπιά της εκπαίδευσης, τα σχετικά αρχεία των υπηρεσιών της αμερικανικής βοήθειας αναδεικνύουν πως η θέση αυτή υπηρετήθηκε κυρίαρχα μέσα από την ανάπτυξη της κατώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, την προώθηση του αλφαβητισμού, την εκπαίδευση αριστείας και την ενσωμάτωση μειονοτικών ομάδων μέσω μοντέλων και πρακτικών που είχαν γνωρίσει επιτυχία στις ΗΠΑ. Στη βάση των δεδομένων αυτών, φαίνεται πως η ελληνική εκπαίδευση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κλήθηκε να συμβάλει στην προτεραιότητα του αντικομμουνισμού μέσω συμπληρωματικών, αντικρουόμενων πολλές φορές, εκπαιδευτικών στρατηγικών, και να υπηρετήσει αμφιλεγόμενες προοπτικές για τη χώρα: αυτές της στρεβλής και της εξαρτημένης ανάπτυξης.
Αποτύπωση και ερμηνεία των εκπαιδευτικών δεικτών στη Δυτική Μακεδονία με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης (1926-2000)
Μπέτσας, Γ., Μαυροσκούφης, Δ. (υπό δημοσίευση) «Αποτύπωση και ερμηνεία των εκπαιδευτικών δεικτών στη Δυτική Μακεδονία με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης (1926-2000)», στο (Διεθνές Συνέδριο) Η Δυτική Μακεδονία: Από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος έως σήμερα, Φλώρινα 8 -11Νοεμβρίου 2012.
Με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης που διενεργήθηκαν στο διάστημα 1926-2010 επιχειρείται στην παρούσα μελέτη να καταγραφούν και να κατανοηθούν οι βασικές παράμετροι που συγκρότησαν το χώρο της εκπαίδευσης στη Δυτική Μακεδονία σε μια μακρά περίοδο, που εκκινεί από το 1926, λίγα χρόνια μετά την ένταξη της περιοχής στο ελληνικό κράτος, και φτάνει έως τις μέρες μας περίπου. Πρόκειται για βασικούς δείκτες που χαρτογραφούν τις συνιστώσες του εκπαιδευτικού συστήματος, επιτρέποντας την ανάλυση και μελέτη του και συνιστούν, παράλληλα, προϋπόθεση ενός συνθετικού ερμηνευτικού εγχειρήματος για την κατανόηση της ταυτότητας μιας κοινωνίας και των διαφοροποιήσεών της. Στο πλαίσιο αυτό, μελετώνται δείκτες εκπαιδευτικοί ή σχετικοί με την εκπαίδευση των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας που αφορούν: τον αλφαβητισμό, το μορφωτικό επίπεδο, τη γλωσσική συμπεριφορά, τα ποσοστά φοίτησης στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες, τη μαθητική διαρροή, τις επιδόσεις και την αξιολόγηση του μαθητικού πληθυσμού, το διδακτικό προσωπικό και την αναλογία του προς το μαθητικό πληθυσμό, τις κατευθύνσεις σπουδών στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη συμμετοχή στις δομές της δια βίου εκπαίδευσης. H αποτύπωση των χαρακτηριστικών αυτών της εκπαίδευσης στη Δυτική Μακεδονία στη διαχρονία τους δίνει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι τάσεις που διαμορφώθηκαν στην εξέλιξη του χρόνου, ενώ, παράλληλα, η συσχέτισή τους με την εκπαιδευτική πραγματικότητα σε άλλες εκπαιδευτικές περιφέρειες και στο σύνολο της χώρας διαμορφώνει τους άξονες των σχετικών επιτευγμάτων και των υστερήσεων. Επιχειρείται, τέλος, να διερευνηθεί η συσχέτιση των κεντρικών χαρακτηριστικών της εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας με τα ιδιαίτερα κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
Με βάση τις στατιστικές απογραφές της εκπαίδευσης που διενεργήθηκαν στο διάστημα 1926-2010 επιχειρείται στην παρούσα μελέτη να καταγραφούν και να κατανοηθούν οι βασικές παράμετροι που συγκρότησαν το χώρο της εκπαίδευσης στη Δυτική Μακεδονία σε μια μακρά περίοδο, που εκκινεί από το 1926, λίγα χρόνια μετά την ένταξη της περιοχής στο ελληνικό κράτος, και φτάνει έως τις μέρες μας περίπου. Πρόκειται για βασικούς δείκτες που χαρτογραφούν τις συνιστώσες του εκπαιδευτικού συστήματος, επιτρέποντας την ανάλυση και μελέτη του και συνιστούν, παράλληλα, προϋπόθεση ενός συνθετικού ερμηνευτικού εγχειρήματος για την κατανόηση της ταυτότητας μιας κοινωνίας και των διαφοροποιήσεών της. Στο πλαίσιο αυτό, μελετώνται δείκτες εκπαιδευτικοί ή σχετικοί με την εκπαίδευση των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας που αφορούν: τον αλφαβητισμό, το μορφωτικό επίπεδο, τη γλωσσική συμπεριφορά, τα ποσοστά φοίτησης στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες, τη μαθητική διαρροή, τις επιδόσεις και την αξιολόγηση του μαθητικού πληθυσμού, το διδακτικό προσωπικό και την αναλογία του προς το μαθητικό πληθυσμό, τις κατευθύνσεις σπουδών στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη συμμετοχή στις δομές της δια βίου εκπαίδευσης. H αποτύπωση των χαρακτηριστικών αυτών της εκπαίδευσης στη Δυτική Μακεδονία στη διαχρονία τους δίνει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν οι τάσεις που διαμορφώθηκαν στην εξέλιξη του χρόνου, ενώ, παράλληλα, η συσχέτισή τους με την εκπαιδευτική πραγματικότητα σε άλλες εκπαιδευτικές περιφέρειες και στο σύνολο της χώρας διαμορφώνει τους άξονες των σχετικών επιτευγμάτων και των υστερήσεων. Επιχειρείται, τέλος, να διερευνηθεί η συσχέτιση των κεντρικών χαρακτηριστικών της εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας με τα ιδιαίτερα κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
Η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1917-1920. Μέθοδοι, προτεραιότητες και αποτελέσματα
Μπέτσας, Γ., Αμαραντίδου, Κ. (2012) «Η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1917-1920. Μέθοδοι, προτεραιότητες και αποτελέσματα», στο: 1976-2011: 35 χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Με την πρώτη επίσημη αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας από το κράτος και την εισαγωγή της στην εκπαίδευση ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός καλείται να εφαρμόσει το γλωσσοεκπαιδευτικό του πρόγραμμα μέσα από τη δύναμη της επιβολής που του εξασφαλίζει η στενή σύνδεσή του με την εξουσία. Η μεταρρύθμιση που επιχειρείται, γνωστή ως η πρώτη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο κράτος, ακολουθεί μια συντεταγμένη οργανωτική πορεία, της οποίας οι άξονες αποφασίζονται από την Εκπαιδευτική Επιτροπή, εξειδικεύονται από τους Ανώτερους Επόπτες και το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, για να προσδιορίσουν, τελικά, την εκπαιδευτική πράξη. Με τη μελέτη μας επιχειρούμε να αναδείξουμε:
1. τη μέθοδο εφαρμογής της μεταρρύθμισης
2. τις προτεραιότητες που τέθηκαν σε κάθε μια από τις κυρίαρχες διαστάσεις της (τη γλωσσική με τη χρησιμοποίηση της δημοτικής στο σχολείο και την παιδαγωγική με τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης εκπαιδευτικού – μαθητή) και,
3. την αποτίμηση που έκαναν οι πρωταγωνιστές της μεταρρύθμισης σε σχέση με τα αποτελέσματά της.
Η έρευνά μας στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στα Πρακτικά της Εκπαιδευτικής Επιτροπής, το Αρχείο των Ανωτέρων Εποπτών Δημοτικής Εκπαίδευσης, τις Πράξεις του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και την αλληλογραφία των πρωταγωνιστών της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1917-1920.
Με την πρώτη επίσημη αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας από το κράτος και την εισαγωγή της στην εκπαίδευση ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός καλείται να εφαρμόσει το γλωσσοεκπαιδευτικό του πρόγραμμα μέσα από τη δύναμη της επιβολής που του εξασφαλίζει η στενή σύνδεσή του με την εξουσία. Η μεταρρύθμιση που επιχειρείται, γνωστή ως η πρώτη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση στο κράτος, ακολουθεί μια συντεταγμένη οργανωτική πορεία, της οποίας οι άξονες αποφασίζονται από την Εκπαιδευτική Επιτροπή, εξειδικεύονται από τους Ανώτερους Επόπτες και το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, για να προσδιορίσουν, τελικά, την εκπαιδευτική πράξη. Με τη μελέτη μας επιχειρούμε να αναδείξουμε:
1. τη μέθοδο εφαρμογής της μεταρρύθμισης
2. τις προτεραιότητες που τέθηκαν σε κάθε μια από τις κυρίαρχες διαστάσεις της (τη γλωσσική με τη χρησιμοποίηση της δημοτικής στο σχολείο και την παιδαγωγική με τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης εκπαιδευτικού – μαθητή) και,
3. την αποτίμηση που έκαναν οι πρωταγωνιστές της μεταρρύθμισης σε σχέση με τα αποτελέσματά της.
Η έρευνά μας στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στα Πρακτικά της Εκπαιδευτικής Επιτροπής, το Αρχείο των Ανωτέρων Εποπτών Δημοτικής Εκπαίδευσης, τις Πράξεις του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και την αλληλογραφία των πρωταγωνιστών της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της περιόδου 1917-1920.
Η προσχώρηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη «γλώσσα των καπεταναίων και των συνοδοιπόρων των»: όροι και όρια
Χαραλάμπους, Δ., Μπέτσας, Γ. (2012) «Η προσχώρηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη «γλώσσα των καπεταναίων και των συνοδοιπόρων των»: όροι και όρια», στο: 1976-2011: 35 χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Η παρούσα εισήγηση, μετά από μια συντομότατη ιστορική αναδρομή του γλωσσικού ζητήματος, επιχειρεί να φωτίσει τις διαδικασίες οι οποίες συντελούνται από την πτώση της δικτατορίας και εξής και οδηγούν στη γλωσσική αλλαγή του 1976. Πιο συγκεκριμένα εξετάζονται τέσσερις σταθμοί, προκειμένου να γίνει πιο ‘κατανοητή’ η μεταβολή της γλωσσικής πολιτικής της συντηρητικής παράταξης:
1) Οι αλλαγές στο μεταπολιτευτικό πολιτικο-ιδεολογικό σκηνικό και ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά του νέου πολιτικού φορέα της συντηρητικής παράταξης, δηλ. της ΝΔ
2) Η συνταγματική πρόταση της κυβέρνησης της ΝΔ και οι σχετικές συζητήσεις
3) Οι «μεγάλες συσκέψεις» του Ιανουαρίου του 1976 και οι αποφάσεις τους
4) Η ίδια η μεταρρύθμιση του 1976 και τα μεταρρυθμιστικά όρια της γλωσσικής πολιτικής της συντηρητικής παράταξης.
Καταληκτικά, παρατίθενται οι απόψεις για το γλωσσικό που εκφράζονται από ορισμένους εκπροσώπους του συντηρητικού αντι-μεταρρυθμιστικού ρεύματος, ώστε να διαφανεί πειστικότερα η απόσταση που το χωρίζει πλέον από τη γλωσσική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ.
Η παρούσα εισήγηση, μετά από μια συντομότατη ιστορική αναδρομή του γλωσσικού ζητήματος, επιχειρεί να φωτίσει τις διαδικασίες οι οποίες συντελούνται από την πτώση της δικτατορίας και εξής και οδηγούν στη γλωσσική αλλαγή του 1976. Πιο συγκεκριμένα εξετάζονται τέσσερις σταθμοί, προκειμένου να γίνει πιο ‘κατανοητή’ η μεταβολή της γλωσσικής πολιτικής της συντηρητικής παράταξης:
1) Οι αλλαγές στο μεταπολιτευτικό πολιτικο-ιδεολογικό σκηνικό και ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά του νέου πολιτικού φορέα της συντηρητικής παράταξης, δηλ. της ΝΔ
2) Η συνταγματική πρόταση της κυβέρνησης της ΝΔ και οι σχετικές συζητήσεις
3) Οι «μεγάλες συσκέψεις» του Ιανουαρίου του 1976 και οι αποφάσεις τους
4) Η ίδια η μεταρρύθμιση του 1976 και τα μεταρρυθμιστικά όρια της γλωσσικής πολιτικής της συντηρητικής παράταξης.
Καταληκτικά, παρατίθενται οι απόψεις για το γλωσσικό που εκφράζονται από ορισμένους εκπροσώπους του συντηρητικού αντι-μεταρρυθμιστικού ρεύματος, ώστε να διαφανεί πειστικότερα η απόσταση που το χωρίζει πλέον από τη γλωσσική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ.
Teacher Evaluation in Greece: Political and Pedagogical Dimensions in School Inspections during the 50’s & 60’s
Betsas, I., Amarantidou, K. (υπό δημοσίευση) “Teacher Evaluation in Greece: Political and Pedagogical Dimensions in School Inspections during the 50’s & 60’s”, στο: 14th International Conference, Evaluation in Education in the Balkan Countries.
Η έρευνα αναδεικνύει πως η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της σχολικής αποτελεσματικότητας και της βελτίωσης του σχολείου. Ωστόσο, υπήρξαν περιπτώσεις στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο παρελθόν στις οποίες ένας συνδυασμός αλληλοσυνδεόμενων παραγόντων και μεταβλητών, περιλαμβανομένης της πολιτικής κοινωνικοποίησης, της επιβολής νομιμότητας και πειθαρχίας, οδήγησαν να σχετιστεί η αξιολόγηση με δυσμενείς επιπτώσεις για το εκπαιδευτικό έργο. Η παρούσα μελέτη φέρνει στο φως πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια των επιθεωρήσεων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν δύο μελέτες περίπτωσης, στις οποίες αντιπαραβάλλονται οι αξιολογήσεις δύο εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές τους στη μεταπολεμική περίοδο με την αξιολόγησή τους από τους πρώην μαθητές τους στις μέρες μας. Οι μελέτες περίπτωσης αναδεικνύουν ότι οι τυπικές διαδικασίες επιθεώρησης στο παρελθόν προσδιορίζονταν από έναν αριθμό κοινωνικών και πολιτικών παραμέτρων, οι οποίες ήταν ασύμβατες με τη σχολική αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, επιβεβαιώνουν πως οι σχολικοί επιθεωρητές υπήρξαν φορείς επιβολής της μεταπολεμικής κρατικής ιδεολογίας και ότι προσδιόριζαν την επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών βασιζόμενοι περισσότερο σε πολιτικά παρά σε εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά κριτήρια.
Η έρευνα αναδεικνύει πως η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της σχολικής αποτελεσματικότητας και της βελτίωσης του σχολείου. Ωστόσο, υπήρξαν περιπτώσεις στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στο παρελθόν στις οποίες ένας συνδυασμός αλληλοσυνδεόμενων παραγόντων και μεταβλητών, περιλαμβανομένης της πολιτικής κοινωνικοποίησης, της επιβολής νομιμότητας και πειθαρχίας, οδήγησαν να σχετιστεί η αξιολόγηση με δυσμενείς επιπτώσεις για το εκπαιδευτικό έργο. Η παρούσα μελέτη φέρνει στο φως πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια των επιθεωρήσεων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν δύο μελέτες περίπτωσης, στις οποίες αντιπαραβάλλονται οι αξιολογήσεις δύο εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές τους στη μεταπολεμική περίοδο με την αξιολόγησή τους από τους πρώην μαθητές τους στις μέρες μας. Οι μελέτες περίπτωσης αναδεικνύουν ότι οι τυπικές διαδικασίες επιθεώρησης στο παρελθόν προσδιορίζονταν από έναν αριθμό κοινωνικών και πολιτικών παραμέτρων, οι οποίες ήταν ασύμβατες με τη σχολική αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, επιβεβαιώνουν πως οι σχολικοί επιθεωρητές υπήρξαν φορείς επιβολής της μεταπολεμικής κρατικής ιδεολογίας και ότι προσδιόριζαν την επαγγελματική εξέλιξη των εκπαιδευτικών βασιζόμενοι περισσότερο σε πολιτικά παρά σε εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά κριτήρια.
"Τι πρέπει να κάνωμε για να αφομοιώσωμε τους ξενοφώνους;» Το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου για τη γλωσσική αφομοίωση των ξενόγλωσσων.
Μαυροσκούφης, Δ., Μπέτσας, Γ. (2012) «Τι πρέπει να κάνωμε για να αφομοιώσωμε τους ξενοφώνους;» Το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόγραμμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου για τη γλωσσική αφομοίωση των ξενόγλωσσων», στο: Μπουζάκης, Σ. (επιμ.) Πρακτικά 6oυ Επιστημονικού Συνέδριου Ιστορίας Εκπαίδευσης «Ελληνική γλώσσα και εκπαίδευση», σσ. 285-298.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης του κόμματος των Φιλελευθέρων και του εκπαιδευτικού δημοτικισμού για τη γλωσσική αφομοίωση των ξενόγλωσσων και, ειδικότερα, των περιοχών της Αττικής και της Βοιωτίας. Με αφορμή τις απαντήσεις εκπαιδευτικών σε σχετικό ερωτηματολόγιο της περιόδου και τις εκθέσεις των επιθεωρητών, η εργασία κινείται σε τρία πεδία, της εκπαιδευτικής πολιτικής, της παιδαγωγικής και της γλωσσολογικής θεωρίας. Αντλώντας επιχειρήματα και παραδείγματα από τα τρία αυτά πεδία ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός στη λογική της αφομοίωσης των ξενόφωνων πληθυσμών αναδεικνύει την “εθνική” του διάσταση μέσα την πεποίθηση ότι η δημοτική γλώσσα αποτελεί εθνικό κεφάλαιο. Στη λογική αυτή προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο εξελληνισμού απ’ αυτό που μέχρι τότε ίσχυε αξιοποιώντας το νεωτεριστικό πρωτοβάθμιο σχολείο και την προοπτική της αντικατάστασης μιας ζωντανής, μητρικής γλώσσας από μια άλλη ζωντανή γλώσσα, τη δημοτική.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της σύμπραξης του κόμματος των Φιλελευθέρων και του εκπαιδευτικού δημοτικισμού για τη γλωσσική αφομοίωση των ξενόγλωσσων και, ειδικότερα, των περιοχών της Αττικής και της Βοιωτίας. Με αφορμή τις απαντήσεις εκπαιδευτικών σε σχετικό ερωτηματολόγιο της περιόδου και τις εκθέσεις των επιθεωρητών, η εργασία κινείται σε τρία πεδία, της εκπαιδευτικής πολιτικής, της παιδαγωγικής και της γλωσσολογικής θεωρίας. Αντλώντας επιχειρήματα και παραδείγματα από τα τρία αυτά πεδία ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός στη λογική της αφομοίωσης των ξενόφωνων πληθυσμών αναδεικνύει την “εθνική” του διάσταση μέσα την πεποίθηση ότι η δημοτική γλώσσα αποτελεί εθνικό κεφάλαιο. Στη λογική αυτή προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο εξελληνισμού απ’ αυτό που μέχρι τότε ίσχυε αξιοποιώντας το νεωτεριστικό πρωτοβάθμιο σχολείο και την προοπτική της αντικατάστασης μιας ζωντανής, μητρικής γλώσσας από μια άλλη ζωντανή γλώσσα, τη δημοτική.
«Είμεθα οι μόνοι θεματοφύλακες και κλειδοκράτορες των προγονικών κειμηλίων». Οι φοιτητές στην υπηρεσία της γλωσσικής καθαρότητας (1901).
Χαραλάμπους, Δ., Μπέτσας, Γ. (2012) “«Είμεθα οι μόνοι θεματοφύλακες και κλειδοκράτορες των προγονικών κειμηλίων». Οι φοιτητές στην υπηρεσία της γλωσσικής καθαρότητας (1901)”, στο: Μπουζάκης, Σ. (επιμ.) Πρακτικά 6oυ Επιστημονικού Συνέδριου Ιστορίας Εκπαίδευσης «Ελληνική γλώσσα και εκπαίδευση», σσ. 60-70.
Προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα το γλωσσικό ζήτημα οξύνεται και ευρύνεται. Στην εξελικτική του πορεία αποκτά διαστάσεις βαθύτατα πολιτικές, εθνικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές κτλ. Οι οπαδοί της δημοτικής και της καθαρεύουσας αντιπροσωπεύουν πλέον ένα πολύσημο σχίσμα δύο κόσμων, με πολύ διαφορετικά μεταξύ τους οράματα και προγράμματα για το μέλλον της χώρας. Παρά το γεγονός ότι ο πόλος των δημοτικιστών θεωρείται γενικά ότι εκπροσωπεί τη μεταρρύθμιση και το νεωτερισμό, ενώ ο αντίστοιχος των καθαρευουσιάνων την παράδοση και τη στασιμότητα, το 1901, με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα, οι φοιτητές του πανεπιστημίου της Αθήνας εξεγείρονται και πρωτοστατούν στα βίαια γεγονότα που έμειναν γνωστά στην Ιστορία μας ως «Ευαγγελιακά». Η πρωτοπορία των νέων της εποχής, δηλαδή οι φοιτητές, στήριξαν με τη δυναμική τους δράση την πλευρά των γλωσσαμυντόρων και των οπαδών ενός εσωστρεφούς ελληνοκεντρισμού και εναντιώθηκαν στις νεωτερικές προτάσεις των δημοτικιστών. Με την παρούσα εισήγηση επιχειρείται να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφονται τα γεγονότα και να διερευνηθούν η στάση των φοιτητών και οι ιδεολογικές τους ροπές, σε συνδυασμό με το ρόλο που διαδραμάτισαν πολιτικά μορφώματα της εποχής, συλλογικές νοοτροπίες, σημαίνοντα πρόσωπα, καθώς και ο Τύπος. Η διερεύνηση στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση πρωτογενών πηγών, όπως λ.χ. κείμενα φοιτητών, η σχετική αρθρογραφία του ελληνικού και του διεθνούς Τύπου, αλληλογραφία της εποχής, τα πρακτικά της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.ά.
Προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα το γλωσσικό ζήτημα οξύνεται και ευρύνεται. Στην εξελικτική του πορεία αποκτά διαστάσεις βαθύτατα πολιτικές, εθνικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές κτλ. Οι οπαδοί της δημοτικής και της καθαρεύουσας αντιπροσωπεύουν πλέον ένα πολύσημο σχίσμα δύο κόσμων, με πολύ διαφορετικά μεταξύ τους οράματα και προγράμματα για το μέλλον της χώρας. Παρά το γεγονός ότι ο πόλος των δημοτικιστών θεωρείται γενικά ότι εκπροσωπεί τη μεταρρύθμιση και το νεωτερισμό, ενώ ο αντίστοιχος των καθαρευουσιάνων την παράδοση και τη στασιμότητα, το 1901, με αφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα, οι φοιτητές του πανεπιστημίου της Αθήνας εξεγείρονται και πρωτοστατούν στα βίαια γεγονότα που έμειναν γνωστά στην Ιστορία μας ως «Ευαγγελιακά». Η πρωτοπορία των νέων της εποχής, δηλαδή οι φοιτητές, στήριξαν με τη δυναμική τους δράση την πλευρά των γλωσσαμυντόρων και των οπαδών ενός εσωστρεφούς ελληνοκεντρισμού και εναντιώθηκαν στις νεωτερικές προτάσεις των δημοτικιστών. Με την παρούσα εισήγηση επιχειρείται να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφονται τα γεγονότα και να διερευνηθούν η στάση των φοιτητών και οι ιδεολογικές τους ροπές, σε συνδυασμό με το ρόλο που διαδραμάτισαν πολιτικά μορφώματα της εποχής, συλλογικές νοοτροπίες, σημαίνοντα πρόσωπα, καθώς και ο Τύπος. Η διερεύνηση στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση πρωτογενών πηγών, όπως λ.χ. κείμενα φοιτητών, η σχετική αρθρογραφία του ελληνικού και του διεθνούς Τύπου, αλληλογραφία της εποχής, τα πρακτικά της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.ά.
Inclusive Education as a Concept of Social Inclusion or a Method of Assimilation? The case of “Frederica’s Children
Andreou, A., Iliadou-Tachou, S., Betsas, I. (2011) “Inclusive Education as a Concept of Social Inclusion or a Method of Assimilation? The case of “Frederica’s Children”, στο: A. Sipitanou, N. Galevska - Angeloska (eds.) Inclusive Education in the Balkan Countries: Policy and Practice, Thessaloniki: Kyriakidis Brothers, σσ. 709-718.
Η μελέτη αποσκοπεί να καταγράψει και να αξιολογήσει τις στάσεις μιας ομάδας ενηλίκων που στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας είναι γνωστή ως «Τα παιδιά της Φρειδερίκης». Ήταν στη δεκαετία του ‘60, όταν περίπου τριακόσια παιδιά από την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας σταδιακά πήραν μέρος σε ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης. Η ελληνική βασιλική οικογένεια και, ειδικότερα, ιδρύματα που είχαν συσταθεί υπό το βασιλιά Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη επιχείρησαν να οργανώσουν και να φέρουν εις πέρας ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για άριστους μαθητές που οι οικογένειές τους περιλαμβάνονταν στις ευπαθείς ομάδες μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αποσκοπούσε να άρει τις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού και της οικονομικής δυσπραγίας, καθώς οι μαθητές είχαν ευκαιρίες να εκπαιδευτούν ως οικότροφοι, να αναπτύξουν τις μαθησιακές τους ικανότητες και να αναπτυχθούν κοινωνικά και οικονομικά. Η έρευνα, που χρησιμοποιεί τις ατομικές συνεντεύξεις για τη συλλογή των δεδομένων, αναδεικνύει ένα ενδιαφέρον εκπαιδευτικό πείραμα κοινωνικής ένταξης.
Η μελέτη αποσκοπεί να καταγράψει και να αξιολογήσει τις στάσεις μιας ομάδας ενηλίκων που στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας είναι γνωστή ως «Τα παιδιά της Φρειδερίκης». Ήταν στη δεκαετία του ‘60, όταν περίπου τριακόσια παιδιά από την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας σταδιακά πήραν μέρος σε ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα κοινωνικής ένταξης. Η ελληνική βασιλική οικογένεια και, ειδικότερα, ιδρύματα που είχαν συσταθεί υπό το βασιλιά Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη επιχείρησαν να οργανώσουν και να φέρουν εις πέρας ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για άριστους μαθητές που οι οικογένειές τους περιλαμβάνονταν στις ευπαθείς ομάδες μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αποσκοπούσε να άρει τις συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού και της οικονομικής δυσπραγίας, καθώς οι μαθητές είχαν ευκαιρίες να εκπαιδευτούν ως οικότροφοι, να αναπτύξουν τις μαθησιακές τους ικανότητες και να αναπτυχθούν κοινωνικά και οικονομικά. Η έρευνα, που χρησιμοποιεί τις ατομικές συνεντεύξεις για τη συλλογή των δεδομένων, αναδεικνύει ένα ενδιαφέρον εκπαιδευτικό πείραμα κοινωνικής ένταξης.
Το προφίλ των πρώτων ελληνίδων φρεβελιανών νηπιαγωγών: Προσωπικές και επαγγελματικές διαδρομές
Μπέτσας, Γ. (2011). «Το προφίλ των πρώτων ελληνίδων φρεβελιανών νηπιαγωγών: Προσωπικές και επαγγελματικές διαδρομές», στο: Ζιώγου – Καραστεργίου, Σ. (επιμ.) Γυναίκες στην Ιστορία των Βαλκανίων: Ιστορίες ζωής γυναικών εκπαιδευτικών. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 251-265.
Στην εισήγηση αυτή επιχειρείται να «ακολουθηθούν» οι πρώτες ελληνίδες νηπιαγωγοί των φρεβελιανών νηπιαγωγείων στις προσωπικές και επαγγελματικές τους διαδρομές. Η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και οι αρχές του 20ου αιώνα συγκροτούν το χωροχρονικό πλαίσιο της μελέτης. Οι συνθήκες εργασίας, το οικονομικό και κοινωνικό status, η ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία του επαγγελματικού τους ρόλου διαγράφουν το προφίλ των νηπιαγωγών. Στην εισήγηση υιοθετείται ότι το προφίλ αυτό οφείλει να γίνει κατανοητό τόσο υπό το πρίσμα του κινήματος για τη χειραφέτηση των γυναικών όσο και στο πλαίσιο της ιδιαίτερης αντιμετώπισης των φρεβελιανών ιδεών και μεθόδων στην ελληνική εκπαίδευση, που έτεινε να χρησιμοποιεί την προσχολική αγωγή κυρίως για να εξυπηρετηθεί η γλωσσική και πολιτισμική αφομοίωση του πληθυσμού.
Στην εισήγηση αυτή επιχειρείται να «ακολουθηθούν» οι πρώτες ελληνίδες νηπιαγωγοί των φρεβελιανών νηπιαγωγείων στις προσωπικές και επαγγελματικές τους διαδρομές. Η περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και οι αρχές του 20ου αιώνα συγκροτούν το χωροχρονικό πλαίσιο της μελέτης. Οι συνθήκες εργασίας, το οικονομικό και κοινωνικό status, η ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία του επαγγελματικού τους ρόλου διαγράφουν το προφίλ των νηπιαγωγών. Στην εισήγηση υιοθετείται ότι το προφίλ αυτό οφείλει να γίνει κατανοητό τόσο υπό το πρίσμα του κινήματος για τη χειραφέτηση των γυναικών όσο και στο πλαίσιο της ιδιαίτερης αντιμετώπισης των φρεβελιανών ιδεών και μεθόδων στην ελληνική εκπαίδευση, που έτεινε να χρησιμοποιεί την προσχολική αγωγή κυρίως για να εξυπηρετηθεί η γλωσσική και πολιτισμική αφομοίωση του πληθυσμού.
Η εκπαίδευση στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα: Η περίπτωση της Φλώρινας
Ηλιάδου – Τάχου Σ., Μπέτσας, Γ. (2009) «Η εκπαίδευση στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα: Η περίπτωση της Φλώρινας», στο: Σουλιώτης, Δ. (επιμ.) Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Necati Cumali (1921-2001), ένας Τούρκος συγγραφέας από τη Φλώρινα, Φλώρινα: Βιβλιολόγειον, 95-106.
Ανάμεσα στις άλλες κοινότητες της Μακεδονίας στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα, η Φλώρινα του Τζουμαλή γνωρίζει σημαντικές, ποσοτικές και ποιοτικές, διαφοροποιήσεις στην εκπαίδευση. Η συνύπαρξη στο πατριαρχικό, εξαρχικό, μουσουλμανικό, {εβραϊκό} κοινοτικό σχολείο εξυπηρετεί πρόσθετες, σε σχέση με το παρελθόν, λειτουργίες. Παραμένει να είναι προσδιοριστική της ταυτότητας των μαθητών και των οικογενειών τους και να εξασφαλίζει πλήρη κοινοτικά δικαιώματα. Επιπρόσθετα, ωστόσο, προδιαγράφει το πλαίσιο συνοχής και ετερότητας, που, αναπότρεπτα, επικαθορίζει για κάθε μαθητή της περιόδου αυτής τη μελλοντική του σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους. Η εστίαση της μελέτης αυτής στα εκπαιδευτικά πράγματα της Φλώρινας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου εξειδικεύει, αφενός, στο πλαίσιο της οθωμανικής εκπαίδευσης, την εκσυγχρονιστική πρόταση για υποκατάσταση του μουσουλμανικού σχολείου από ένα οιονεί κοσμικό σχολείο και, αφετέρου, στην εκπαιδευτική δραστηριότητα της ελληνικής κοινότητας, η οποία προσλαμβάνει νέα δυναμική και προσανατολισμό στο ιστορικό πλαίσιο της περιόδου.
Ανάμεσα στις άλλες κοινότητες της Μακεδονίας στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα, η Φλώρινα του Τζουμαλή γνωρίζει σημαντικές, ποσοτικές και ποιοτικές, διαφοροποιήσεις στην εκπαίδευση. Η συνύπαρξη στο πατριαρχικό, εξαρχικό, μουσουλμανικό, {εβραϊκό} κοινοτικό σχολείο εξυπηρετεί πρόσθετες, σε σχέση με το παρελθόν, λειτουργίες. Παραμένει να είναι προσδιοριστική της ταυτότητας των μαθητών και των οικογενειών τους και να εξασφαλίζει πλήρη κοινοτικά δικαιώματα. Επιπρόσθετα, ωστόσο, προδιαγράφει το πλαίσιο συνοχής και ετερότητας, που, αναπότρεπτα, επικαθορίζει για κάθε μαθητή της περιόδου αυτής τη μελλοντική του σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους. Η εστίαση της μελέτης αυτής στα εκπαιδευτικά πράγματα της Φλώρινας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου εξειδικεύει, αφενός, στο πλαίσιο της οθωμανικής εκπαίδευσης, την εκσυγχρονιστική πρόταση για υποκατάσταση του μουσουλμανικού σχολείου από ένα οιονεί κοσμικό σχολείο και, αφετέρου, στην εκπαιδευτική δραστηριότητα της ελληνικής κοινότητας, η οποία προσλαμβάνει νέα δυναμική και προσανατολισμό στο ιστορικό πλαίσιο της περιόδου.
Μελετώντας την εκπαιδευτική πολιτική ως λόγο: Η εκπαίδευση ως θέμα στις γραπτές διακηρύξεις της Νέας Δημοκρατίας και του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, για τις βουλευτικές εκλογές του 2004 και 2007
Κωνσταντινίδου, Θ., Ηλιάδου – Τάχου Σ., Ιορδανίδης, Γ., Μπέτσας, Γ. (2009) “Μελετώντας την εκπαιδευτική πολιτική ως λόγο: Η εκπαίδευση ως θέμα στις γραπτές διακηρύξεις της Νέας Δημοκρατίας και του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, για τις βουλευτικές εκλογές του 2004 και 2007”, στο: Α. Τριλιανός & Ι. Καράμηνας (επιμ.) Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ελληνικής Παιδαγωγικής και Εκπαιδευτικής Έρευνας, τ.Β’, Αθήνα: Ατραπός, 858-866.
Στόχος της εισήγησης αυτής είναι να παρουσιαστεί ένας τρόπος ανάλυσης των πιο πρόσφατων προγραμμάτων της ΝΔ (2004) και του ΠΑΣΟΚ (2004 & 2007) ως κειμένων πολιτικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα στον τομέα της εκπαίδευσης διερευνάται ο τρόπος που παρουσιάζεται η κοινωνική δικαιοσύνη ως αρχή εκπαιδευτικής πολιτικής στα κείμενα αυτά. Η ανάλυση αντλεί από ποικίλα πρότυπα ανάλυσης λόγου που χρησιμοποιούνται στην ποιοτική κοινωνική έρευνα και υιοθετεί μια διπλή οπτική. Από τη μια πλευρά, ως ανάλυση λόγου σε μικρο-επίπεδο, εστιάζει στα γλωσσικά χαρακτηριστικά των κειμένων (γραμματική, σύνταξη, δομή) και τη ρητορική λειτουργία των χαρακτηριστικών αυτών. Από την άλλη πλευρά, ως ανάλυση λόγου σε μακρο-επίπεδο, εστιάζει στον τρόπο που τα κείμενα αυτά προσδιορίζονται ως μορφή και ως περιεχόμενο από ευρύτερες παραδόσεις γραπτού πολιτικού λόγου και πολιτικού λόγου σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη στην εκπαιδευτική πολιτική και γενικότερα στην κοινωνική πολιτική, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Στόχος της εισήγησης αυτής είναι να παρουσιαστεί ένας τρόπος ανάλυσης των πιο πρόσφατων προγραμμάτων της ΝΔ (2004) και του ΠΑΣΟΚ (2004 & 2007) ως κειμένων πολιτικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα στον τομέα της εκπαίδευσης διερευνάται ο τρόπος που παρουσιάζεται η κοινωνική δικαιοσύνη ως αρχή εκπαιδευτικής πολιτικής στα κείμενα αυτά. Η ανάλυση αντλεί από ποικίλα πρότυπα ανάλυσης λόγου που χρησιμοποιούνται στην ποιοτική κοινωνική έρευνα και υιοθετεί μια διπλή οπτική. Από τη μια πλευρά, ως ανάλυση λόγου σε μικρο-επίπεδο, εστιάζει στα γλωσσικά χαρακτηριστικά των κειμένων (γραμματική, σύνταξη, δομή) και τη ρητορική λειτουργία των χαρακτηριστικών αυτών. Από την άλλη πλευρά, ως ανάλυση λόγου σε μακρο-επίπεδο, εστιάζει στον τρόπο που τα κείμενα αυτά προσδιορίζονται ως μορφή και ως περιεχόμενο από ευρύτερες παραδόσεις γραπτού πολιτικού λόγου και πολιτικού λόγου σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη στην εκπαιδευτική πολιτική και γενικότερα στην κοινωνική πολιτική, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
Από το “παιδομάζωμα” στο βασιλικό “παιδοφύλαγμα”: μεταπολεμικές όψεις κοινωνικής δικαιοσύνης στις Βόρειες Επαρχίες της χώρας
Ανδρέου, Α., Ηλιάδου – Τάχου, Σ., Μπέτσας, Γ. (2009) «Από το “παιδομάζωμα” στο βασιλικό “παιδοφύλαγμα”: μεταπολεμικές όψεις κοινωνικής δικαιοσύνης στις Βόρειες Επαρχίες της χώρας», στο: Μπουζάκης, Σ. (επιμ.) Πρακτικά 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου Ιστορίας Εκπαίδευσης «Εκπαίδευση και Κοινωνική Δικαιοσύνη»
Η εισήγηση αναφέρεται στο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο δραστηριοποίησης των φορέων «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος» και «Βασιλική Πρόνοια», που λειτουργούν από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 έως και τις αρχές του 1970 με αποστολή την επιβίωση και προστασία των παιδιών ορεινών και παραμεθόριων περιοχών. Αντιμέτωπη με ένα πλέγμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων η μεταπολεμική Ελλάδα οικοδομεί την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης σε συνάρτηση με τις πρωτοβουλίες της βασίλισσάς της Φρειδερίκης. Ως τέτοιες, οι παραπάνω φορείς επιδιώκουν μια ιδιότυπη μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης, η οποία δεν αναφέρεται στην εφαρμογή κοινών κανόνων στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες αλλά στα αποτελέσματά τους. Πρόκειται, επομένως, για μια ισότητα ευκαιριών «αποκαταστατική», που στοχεύει, μέσω ενεργειών και επιλογών της βασιλικής οικογένειας, στην άμβλυνση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και, κυρίως, στην επανιεράρχηση των πρωταρχικών- οικογενειακών και τοπικών- δεσμών αφομοίωσης και υποχρέωσης απέναντι στις απόλυτες αξίες του πατριωτισμού και της εθνικής νομιμοφροσύνης.
Η εισήγηση αναφέρεται στο θεσμικό και ιδεολογικό πλαίσιο δραστηριοποίησης των φορέων «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος» και «Βασιλική Πρόνοια», που λειτουργούν από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 έως και τις αρχές του 1970 με αποστολή την επιβίωση και προστασία των παιδιών ορεινών και παραμεθόριων περιοχών. Αντιμέτωπη με ένα πλέγμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων η μεταπολεμική Ελλάδα οικοδομεί την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης σε συνάρτηση με τις πρωτοβουλίες της βασίλισσάς της Φρειδερίκης. Ως τέτοιες, οι παραπάνω φορείς επιδιώκουν μια ιδιότυπη μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης, η οποία δεν αναφέρεται στην εφαρμογή κοινών κανόνων στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες αλλά στα αποτελέσματά τους. Πρόκειται, επομένως, για μια ισότητα ευκαιριών «αποκαταστατική», που στοχεύει, μέσω ενεργειών και επιλογών της βασιλικής οικογένειας, στην άμβλυνση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων και, κυρίως, στην επανιεράρχηση των πρωταρχικών- οικογενειακών και τοπικών- δεσμών αφομοίωσης και υποχρέωσης απέναντι στις απόλυτες αξίες του πατριωτισμού και της εθνικής νομιμοφροσύνης.
Education Politics and European Integration in Greece (1974-2004)
Betsas, I., Iordanidis, G. (2008) “Education Politics and European Integration in Greece (1974-2004)”, σε συνεργασία με το Γ. Ιορδανίδη, στο: Terzis, N. (edit.) European Unification and Educational Challenges in the Balkans, Thessaloniki: Kyriakidis Brothers, 217-226.
Η εισήγηση αναφέρεται στην επίδραση που άσκησε σε σχέση με την εκπαίδευση η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στις γραπτές εκλογικές διακηρύξεις και τον πολιτικό λόγο των ελληνικών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η εκπαιδευτική πολιτική και ο λόγος της εξετάζονται κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική αντλούνται από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων των κυβερνήσεων και τις γραπτές προεκλογικές διακηρύξεις των κομμάτων και αναλύονται με τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου. Βασικά ζητήματα που εξετάζονται είναι: (α) Πώς τα ελληνικά πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης μέσα από τα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής; (β) Με ποιους τρόπους η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση επηρεάζει τις διακηρύξεις της εκπαιδευτικής πολιτικής των ελληνικών πολιτικών κομμάτων; (γ) Πώς τα προγράμματα εκπαιδευτικής πολιτικής επιχειρούν να απαντήσουν στην πρόκληση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης;
Η εισήγηση αναφέρεται στην επίδραση που άσκησε σε σχέση με την εκπαίδευση η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στις γραπτές εκλογικές διακηρύξεις και τον πολιτικό λόγο των ελληνικών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η εκπαιδευτική πολιτική και ο λόγος της εξετάζονται κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική αντλούνται από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων των κυβερνήσεων και τις γραπτές προεκλογικές διακηρύξεις των κομμάτων και αναλύονται με τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου. Βασικά ζητήματα που εξετάζονται είναι: (α) Πώς τα ελληνικά πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης μέσα από τα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής; (β) Με ποιους τρόπους η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση επηρεάζει τις διακηρύξεις της εκπαιδευτικής πολιτικής των ελληνικών πολιτικών κομμάτων; (γ) Πώς τα προγράμματα εκπαιδευτικής πολιτικής επιχειρούν να απαντήσουν στην πρόκληση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης;
A needs analysis for postgraduate university students
Iliadou-Tachou, S., Tsakiridou, E., Iordanidis, G., Griva, E., Betsas, I., (2007) “A needs analysis for postgraduate university students”, στο CD-ROM of 29th Annual EAIR Forum: In Search of Identity: Dilemnas in Higher Education.
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να καταγράψει τις ανάγκες και τις προσδοκίες των μεταπτυχιακών φοιτητών στο πλαίσιο της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αυτό επιχειρείται με την ανάπτυξη ενός project Ανάλυσης Αναγκών, που πραγματοποιείται ως ανάλυση των τρεχουσών αναγκών των μεταπτυχιακών φοιτητών ή ακόμη και ως μια διαδικασία διαμορφωτικής αξιολόγησης. Η απουσία τέτοιων τυπικών διαδικασιών Ανάλυσης Αναγκών στα μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια έδωσε το ερέθισμα για την ανάπτυξη της μελέτης. Η έρευνα, που αξιοποιεί πολλαπλές μεθόδους συλλογής δεδομένων, οδηγείται σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα και αναδεικνύει ορισμένες πιθανές διαστάσεις που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να καταγράψει τις ανάγκες και τις προσδοκίες των μεταπτυχιακών φοιτητών στο πλαίσιο της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αυτό επιχειρείται με την ανάπτυξη ενός project Ανάλυσης Αναγκών, που πραγματοποιείται ως ανάλυση των τρεχουσών αναγκών των μεταπτυχιακών φοιτητών ή ακόμη και ως μια διαδικασία διαμορφωτικής αξιολόγησης. Η απουσία τέτοιων τυπικών διαδικασιών Ανάλυσης Αναγκών στα μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια έδωσε το ερέθισμα για την ανάπτυξη της μελέτης. Η έρευνα, που αξιοποιεί πολλαπλές μεθόδους συλλογής δεδομένων, οδηγείται σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα και αναδεικνύει ορισμένες πιθανές διαστάσεις που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
The transition from Orthodox to ethnic values in Greek education: the defining frame of 19th century
Betsas, I. (2007) «The transition from Orthodox to ethnic values in Greek education: the defining frame of 19th century», στο: Terzis,N. (edit.) Education and Values in the Balkan Countries, Thessaloniki: Kyriakidis Brothers, 387-396.
Η μελέτη εστιάζεται στις διαδοχικές εκδοχές της ελληνικής εκπαίδευσης και, ειδικά, στην πραγματικότητα που προέκυψε στην εκπαίδευση στη διάρκεια της κυριαρχίας των ορθόδοξων και των εθνοκεντρικών εκπαιδευτικών αξιών. Η μετάβαση των αξιών της εκπαίδευσης εξετάζεται στο φθίνοντα 19ο αιώνα, όταν το ελληνικό δίκτυο της εθνικής παιδείας προσπάθησε να διαπεράσει το επίσημο “πατριαρχικό” δίκτυο, που λειτουργούσε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Θεμελιώδη ζητήματα που εξετάζονται είναι τα εξής:
-Ποιος ήταν ο χαρακτήρας των ορθόδοξων και των εθνοκεντρικών αξιών στην ελληνική εκπαίδευση;
-Ποιο ήταν το όραμα που έπρεπε να υλοποιήσουν τα ελληνικά σχολεία μέσω των ορθόδοξων και των εθνoκεντρικών αξιών της εκπαίδευσης;
Η μελέτη περίπτωσης στοχεύει στον προσδιορισμό των ορθόδοξων και των εθνοκεντρικών αξιών στην εκπαίδευση, όπως αυτές εμφανίζονται στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκε μεθολογικά η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Η μελέτη των κειμένων αναδεικνύει την προσπάθεια του ελληνικού εθνικισμού να καλλιεργήσει τις παραδοσιακές ορθόδοξες εκπαιδευτικές αξίες σε ένα εκσυγχρονισμένο πλαίσιο, διαμορφώνοντας, σταδιακά, ένα διαφορετικό και προσαρμοσμένο στις επιδιώξεις του σημαινόμενό τους. Πρόκειται, λοιπόν, για προσπάθεια ερμηνευτικής αναγωγής των ορθόδοξων εκπαιδευτικών αξιών στην πλατφόρμα του ελληνικού εθνικισμού, γεγονός που συνετέλεσε στην υπονόμευση της “οικουμενικής” διάστασης της ελληνικής εκπαίδευσης.
Η μελέτη εστιάζεται στις διαδοχικές εκδοχές της ελληνικής εκπαίδευσης και, ειδικά, στην πραγματικότητα που προέκυψε στην εκπαίδευση στη διάρκεια της κυριαρχίας των ορθόδοξων και των εθνοκεντρικών εκπαιδευτικών αξιών. Η μετάβαση των αξιών της εκπαίδευσης εξετάζεται στο φθίνοντα 19ο αιώνα, όταν το ελληνικό δίκτυο της εθνικής παιδείας προσπάθησε να διαπεράσει το επίσημο “πατριαρχικό” δίκτυο, που λειτουργούσε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Θεμελιώδη ζητήματα που εξετάζονται είναι τα εξής:
-Ποιος ήταν ο χαρακτήρας των ορθόδοξων και των εθνοκεντρικών αξιών στην ελληνική εκπαίδευση;
-Ποιο ήταν το όραμα που έπρεπε να υλοποιήσουν τα ελληνικά σχολεία μέσω των ορθόδοξων και των εθνoκεντρικών αξιών της εκπαίδευσης;
Η μελέτη περίπτωσης στοχεύει στον προσδιορισμό των ορθόδοξων και των εθνοκεντρικών αξιών στην εκπαίδευση, όπως αυτές εμφανίζονται στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκε μεθολογικά η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου. Η μελέτη των κειμένων αναδεικνύει την προσπάθεια του ελληνικού εθνικισμού να καλλιεργήσει τις παραδοσιακές ορθόδοξες εκπαιδευτικές αξίες σε ένα εκσυγχρονισμένο πλαίσιο, διαμορφώνοντας, σταδιακά, ένα διαφορετικό και προσαρμοσμένο στις επιδιώξεις του σημαινόμενό τους. Πρόκειται, λοιπόν, για προσπάθεια ερμηνευτικής αναγωγής των ορθόδοξων εκπαιδευτικών αξιών στην πλατφόρμα του ελληνικού εθνικισμού, γεγονός που συνετέλεσε στην υπονόμευση της “οικουμενικής” διάστασης της ελληνικής εκπαίδευσης.
Φιλοσοφία και ανθρωπογεωγραφία του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας: (1989-1993)
Μπέτσας Γιάννης, Ηλιάδου – Τάχου Σ., Ιορδανίδης Γ., Γρίβα Ε. (2007) «Φιλοσοφία και ανθρωπογεωγραφία του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας: (1989-1993)» στο: CD-ROM 4ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πάτρα 6-8.10.2006.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η φιλοσοφία και η ανθρωπογεωγραφία του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας την περίοδο της ίδρυσης και αρχικής λειτουργίας του. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι ακόλουθες παράμετροι:
α) διερευνάται πώς αντιλαμβάνονταν οι ακαδημαϊκοί την εκπαίδευση των μελλοντικών εκπαιδευτικών,
β) διερευνάται πώς επηρέασε η φιλοσοφία και το γνωσιολογικό υπόβαθρο των ακαδημαϊκών τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών του νέου Τμήματος,
γ) διερευνάται αν υπήρξαν προβλήματα κατά τη στελέχωση του Τμήματος με ακαδημαϊκό και διοικητικό προσωπικό,
δ)προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες που προσφέρονταν για την εκπλήρωση του διδακτικού και ερευνητικού έργου των μελών ΔΕΠ,
ε)καταγράφεται η εμπειρία των ακαδημαϊκών από την άσκηση διοικητικού έργου,
στ)προσδιορίζεται η διασύνδεση του νέου Τμήματος με την τοπική κοινωνία.
Για την εξέταση των παραπάνω παραμέτρων χρησιμοποιήθηκαν ως μεθοδολογικά εργαλεία (i)οι ημιδομημένες προσωπικές συνεντεύξεις των ιδρυτικών ακαδημαϊκών μελών του Τμήματος και (ii)η ερμηνευτική προσέγγιση άμεσων και έμμεσων γραπτών πηγών που αναφέρονται στη σύσταση και τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας.
Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η φιλοσοφία και η ανθρωπογεωγραφία του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας την περίοδο της ίδρυσης και αρχικής λειτουργίας του. Συγκεκριμένα, εξετάζονται οι ακόλουθες παράμετροι:
α) διερευνάται πώς αντιλαμβάνονταν οι ακαδημαϊκοί την εκπαίδευση των μελλοντικών εκπαιδευτικών,
β) διερευνάται πώς επηρέασε η φιλοσοφία και το γνωσιολογικό υπόβαθρο των ακαδημαϊκών τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών του νέου Τμήματος,
γ) διερευνάται αν υπήρξαν προβλήματα κατά τη στελέχωση του Τμήματος με ακαδημαϊκό και διοικητικό προσωπικό,
δ)προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες που προσφέρονταν για την εκπλήρωση του διδακτικού και ερευνητικού έργου των μελών ΔΕΠ,
ε)καταγράφεται η εμπειρία των ακαδημαϊκών από την άσκηση διοικητικού έργου,
στ)προσδιορίζεται η διασύνδεση του νέου Τμήματος με την τοπική κοινωνία.
Για την εξέταση των παραπάνω παραμέτρων χρησιμοποιήθηκαν ως μεθοδολογικά εργαλεία (i)οι ημιδομημένες προσωπικές συνεντεύξεις των ιδρυτικών ακαδημαϊκών μελών του Τμήματος και (ii)η ερμηνευτική προσέγγιση άμεσων και έμμεσων γραπτών πηγών που αναφέρονται στη σύσταση και τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας.
Η ιστορία της ελληνικής παιδείας: μεθοδολογικές και επιστημολογικές πρακτικές στην ερευνητική προσέγγιση
Μπέτσας, Γ. (2005) «Η ιστορία της ελληνικής παιδείας: μεθοδολογικές και επιστημολογικές πρακτικές στην ερευνητική προσέγγιση», στο: Ανδρέου, Α., Ηλιάδου – Τάχου, Σ. (επιμ.) Η ελληνική παιδεία από το 18ο έως τον 20ο αι. Ερευνητικές Συνιστώσες, Φλώρινα: Αλτιντζής, 493-505.
Διερευνώνται ζητήματα που αναφέρονται στον κοινό τόπο της ιστοριογραφίας της ελληνικής παιδείας έως τις μέρες μας και επιχειρείται μια κριτική αποτίμηση. Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι ένα από τα κύρια καθήκοντα της ιστορικής μελέτης θα έπρεπε να είναι να αποδώσει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στο παρελθόν, να προσδιορίσει το λειτούργημα που έχει επιτευχθεί σε διάφορα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης και έτσι να φτάσει σε μια βαθύτερη κατανόηση της λειτουργίας που επιτελείται σήμερα, τίθεται το ζήτημα της τάσης προς τη γεγονοτογραφία που επέδειξε η ιστοριογραφία της ελληνικής εκπαίδευσης. Παρατηρούνται έλλειψη επιστημονικής κριτικής, επιστημονικής εγκυρότητας, τάσεις κατακερματισμού της γνώσης, που, πολλές φορές, οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Επίσης, αναδεικνύεται η ανυπαρξία ενός καλά οργανωμένου και αξιόπιστου συστήματος τεκμηρίωσης. Τέλος, διερευνώνται τα ζητήματα της μεθοδολογικής επεξεργασίας στη βάση της ιστορικο-ερμηνευτικής, της συγκριτικής και της στατιστικής προσέγγισης και επιχειρείται μια πρώτη καταγραφή των εξελίξεων που προσδιορίζει για την ιστοριογραφία της ελληνικής παιδείας η εποχή του μεταμοντερνισμού.
Διερευνώνται ζητήματα που αναφέρονται στον κοινό τόπο της ιστοριογραφίας της ελληνικής παιδείας έως τις μέρες μας και επιχειρείται μια κριτική αποτίμηση. Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι ένα από τα κύρια καθήκοντα της ιστορικής μελέτης θα έπρεπε να είναι να αποδώσει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στο παρελθόν, να προσδιορίσει το λειτούργημα που έχει επιτευχθεί σε διάφορα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης και έτσι να φτάσει σε μια βαθύτερη κατανόηση της λειτουργίας που επιτελείται σήμερα, τίθεται το ζήτημα της τάσης προς τη γεγονοτογραφία που επέδειξε η ιστοριογραφία της ελληνικής εκπαίδευσης. Παρατηρούνται έλλειψη επιστημονικής κριτικής, επιστημονικής εγκυρότητας, τάσεις κατακερματισμού της γνώσης, που, πολλές φορές, οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Επίσης, αναδεικνύεται η ανυπαρξία ενός καλά οργανωμένου και αξιόπιστου συστήματος τεκμηρίωσης. Τέλος, διερευνώνται τα ζητήματα της μεθοδολογικής επεξεργασίας στη βάση της ιστορικο-ερμηνευτικής, της συγκριτικής και της στατιστικής προσέγγισης και επιχειρείται μια πρώτη καταγραφή των εξελίξεων που προσδιορίζει για την ιστοριογραφία της ελληνικής παιδείας η εποχή του μεταμοντερνισμού.
Η Μέση Εκπαίδευση των ελληνικών ορθόδοξων Κοινοτήτων του Οθωμανικού Κράτους (1873-1908): διευκρινίσεις σχετικά με το οργανωτικό και λειτουργικό πλαίσιο των Γυμνάσιων
Μπέτσας, Γ. (2005) «Η Μέση Εκπαίδευση των ελληνικών ορθόδοξων Κοινοτήτων του Οθωμανικού Κράτους (1873-1908): διευκρινίσεις σχετικά με το οργανωτικό και λειτουργικό πλαίσιο των Γυμνάσιων», στο: Μπουζάκης, Σ. (επιμ.) Πρακτικά 3ου Επιστημονικού Συνεδρίου με θέμα: «Ιστορία Εκπαίδευσης».
Διερευνώνται το θεσμικό πλαίσιο και ο λειτουργικός ρόλος των γυμνασίων που λειτουργούν κάτω από τη φροντίδα και τον έλεγχο των ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων. Η μέση βαθμίδα της εκπαίδευσης, όπως και γενικότερα, η εκπαίδευση υπό τη διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναπτύσσεται με όρους που διαφοροποιούνται από τη συγκρότηση των σχολικών δικτύων που αναπτύσσουν αντίστοιχες πολιτικές διοικήσεις. Κατά συνέπεια, φαίνεται να είναι το παραδοσιακό πλαίσιο της εκκλησιαστικής αντίληψης για την εκπαίδευση που προσδιορίζει τους όρους ανάπτυξης ενός περιορισμένου δικτύου μέσης εκπαίδευσης, που προορίζεται να συντελέσει στη στελέχωση των εκκλησιαστικών και κοινοτικών δομών, αποκτώντας χαρακτήρα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Αν και από τη δεκαετία του 1870 καταγράφονται τόσο η άνθηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσο και το αυξανόμενο ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για σύσταση και αξιοποίηση των γυμνασίων, σύμφωνα με τις εθνικές επιδιώξεις του στο οθωμανικό έδαφος, η μέση εκπαίδευση παραμένει περιορισμένη ποσοτικά και προσδιορισμένη κοινωνικά. Η ερμηνεία των παραπάνω δεδομένων σχετίζεται με τρεις παράγοντες: α)η εκκλησιαστική διοίκηση, σε αντίθεση με τις εκάστοτε πολιτικές διοικήσεις, δεν αντιμετωπίζει το χώρο της μέσης εκπαίδευσης ως προνομιακό πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικοποιητικών της προθέσεων, β)το πολυδάπανο σχολείο της μέσης εκπαίδευσης δεν αποτελεί άμεση προτεραιότητα για τα εθνικά συμφέροντα, όπως αυτά προσεγγίζονται από το ελληνικό υπουργείο των εξωτερικών, γ)οι τοπικές κοινωνίες αναπτύσσουν την περίοδο αυτή ως αίτημα την αντιμετώπιση των πρακτικών τους αναγκών μέσω της εξειδίκευσης του μαθητικού δυναμικού της μέσης εκπαίδευσης.
Διερευνώνται το θεσμικό πλαίσιο και ο λειτουργικός ρόλος των γυμνασίων που λειτουργούν κάτω από τη φροντίδα και τον έλεγχο των ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων. Η μέση βαθμίδα της εκπαίδευσης, όπως και γενικότερα, η εκπαίδευση υπό τη διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναπτύσσεται με όρους που διαφοροποιούνται από τη συγκρότηση των σχολικών δικτύων που αναπτύσσουν αντίστοιχες πολιτικές διοικήσεις. Κατά συνέπεια, φαίνεται να είναι το παραδοσιακό πλαίσιο της εκκλησιαστικής αντίληψης για την εκπαίδευση που προσδιορίζει τους όρους ανάπτυξης ενός περιορισμένου δικτύου μέσης εκπαίδευσης, που προορίζεται να συντελέσει στη στελέχωση των εκκλησιαστικών και κοινοτικών δομών, αποκτώντας χαρακτήρα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Αν και από τη δεκαετία του 1870 καταγράφονται τόσο η άνθηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσο και το αυξανόμενο ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους για σύσταση και αξιοποίηση των γυμνασίων, σύμφωνα με τις εθνικές επιδιώξεις του στο οθωμανικό έδαφος, η μέση εκπαίδευση παραμένει περιορισμένη ποσοτικά και προσδιορισμένη κοινωνικά. Η ερμηνεία των παραπάνω δεδομένων σχετίζεται με τρεις παράγοντες: α)η εκκλησιαστική διοίκηση, σε αντίθεση με τις εκάστοτε πολιτικές διοικήσεις, δεν αντιμετωπίζει το χώρο της μέσης εκπαίδευσης ως προνομιακό πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικοποιητικών της προθέσεων, β)το πολυδάπανο σχολείο της μέσης εκπαίδευσης δεν αποτελεί άμεση προτεραιότητα για τα εθνικά συμφέροντα, όπως αυτά προσεγγίζονται από το ελληνικό υπουργείο των εξωτερικών, γ)οι τοπικές κοινωνίες αναπτύσσουν την περίοδο αυτή ως αίτημα την αντιμετώπιση των πρακτικών τους αναγκών μέσω της εξειδίκευσης του μαθητικού δυναμικού της μέσης εκπαίδευσης.
Η εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή: “το Υπουργείον Παιδείας” των υπό τον Οικουμενικό Θρόνο Ελλήνων Ορθοδόξων (1873-1908)
Μπέτσας, Γ. (2005) «Η εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή: “το Υπουργείον Παιδείας” των υπό τον Οικουμενικό Θρόνο Ελλήνων Ορθοδόξων (1873-1908)», στο: Ανδρέου, Α. (επιμ.) Η καθ’ ημάς Ανατολή. Αφιερωματικός τόμος στον Κωνσταντίνο Δεληκωνσταντή, Φλώρινα: Κεσόπουλος, 157-173.
Η προσπάθεια να παρουσιαστεί η λειτουργία και η οργάνωση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής, που αποτέλεσε το βασικό μηχανισμό του Πατριαρχείου για τη διοίκηση και την οργάνωση των σχολείων του ελληνορθόδοξου μιλλέτ, συντελεί στη σταδιακή αποσαφήνιση των παραμέτρων ενός σχολικού δικτύου που προήγαγε την ελληνική εκπαίδευση στη διάρκεια του 19ου αιώνα και υπήρξε ποσοτικά μεγαλύτερο και γεωγραφικά ευρύτερο από το αντίστοιχο ελλαδικό κρατικό δίκτυο. Στο διάστημα από το 1873 έως το 1908 η Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή αναλαμβάνει, σε συνεργασία με τις κατά τόπους μητροπόλεις, να επεξεργαστεί ένα σχέδιο ομοιόμορφης εκπαίδευσης για τους πιστούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Επιτροπή στο διάστημα αυτό επικεντρώνεται σε εκπαιδευτικές παραμέτρους που αναφέρονται στα διδακτικά βιβλία, τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα, το σύστημα επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού, μελέτες σχετικές με το σκοπό της εκπαίδευσης και τη διάρθρωση του σχολικού δικτύου. Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή εντάσσεται λειτουργικά στο “δογματικά και ιστορικά θεμελιωμένο” διοικητικό μοντέλο πατριαρχικού συγκεντρωτισμού και πετυχαίνει να προσδιορίσει την εκπαιδευτική λειτουργία του ελληνορθόδοξου millet σε βαθμό, πάντως, σαφώς υποδεέστερο των αρχικών προσδοκιών, γεγονός που σχετίζεται με την αδυναμία της να χρηματοδοτεί άμεσα τα σχολεία του ρωμαίικου μιλλέτ και να επιβάλει με δεσμευτικό τρόπο τις επιλογές της για την εφαρμογή ομοιόμορφου συστήματος.
Η προσπάθεια να παρουσιαστεί η λειτουργία και η οργάνωση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής, που αποτέλεσε το βασικό μηχανισμό του Πατριαρχείου για τη διοίκηση και την οργάνωση των σχολείων του ελληνορθόδοξου μιλλέτ, συντελεί στη σταδιακή αποσαφήνιση των παραμέτρων ενός σχολικού δικτύου που προήγαγε την ελληνική εκπαίδευση στη διάρκεια του 19ου αιώνα και υπήρξε ποσοτικά μεγαλύτερο και γεωγραφικά ευρύτερο από το αντίστοιχο ελλαδικό κρατικό δίκτυο. Στο διάστημα από το 1873 έως το 1908 η Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή αναλαμβάνει, σε συνεργασία με τις κατά τόπους μητροπόλεις, να επεξεργαστεί ένα σχέδιο ομοιόμορφης εκπαίδευσης για τους πιστούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Επιτροπή στο διάστημα αυτό επικεντρώνεται σε εκπαιδευτικές παραμέτρους που αναφέρονται στα διδακτικά βιβλία, τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα, το σύστημα επιλογής εκπαιδευτικού προσωπικού, μελέτες σχετικές με το σκοπό της εκπαίδευσης και τη διάρθρωση του σχολικού δικτύου. Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή εντάσσεται λειτουργικά στο “δογματικά και ιστορικά θεμελιωμένο” διοικητικό μοντέλο πατριαρχικού συγκεντρωτισμού και πετυχαίνει να προσδιορίσει την εκπαιδευτική λειτουργία του ελληνορθόδοξου millet σε βαθμό, πάντως, σαφώς υποδεέστερο των αρχικών προσδοκιών, γεγονός που σχετίζεται με την αδυναμία της να χρηματοδοτεί άμεσα τα σχολεία του ρωμαίικου μιλλέτ και να επιβάλει με δεσμευτικό τρόπο τις επιλογές της για την εφαρμογή ομοιόμορφου συστήματος.
Θέματα από την εκπαιδευτική ιστορία της ελληνικής κοινότητας Βεροίας (1870-1912)
Μπέτσας, Γ. (2004) «Θέματα από την εκπαιδευτική ιστορία της ελληνικής κοινότητας Βεροίας (1870-1912)», στο Δραγούμη, Ε., Τσιομπανούδη, Ε. (επιμ.) Γνωριμία με τη Γη του Αλεξάνδρου. Η περίπτωση του Νομού Ημαθίας. Ιστορία–Αρχαιολογία, Θεσσαλονίκη: Κ.Ι.Θ., 199-221.
Η εκπαιδευτική δραστηριότητα της ελληνικής κοινότητας Βεροίας στο διάστημα 1870-1912 προσδιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, από τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της κοινωνικής συγκρότησης των ελληνορθόδοξων κατοίκων της περιοχής και τις ειδικές πολιτικές επιδιώξεις της ηγεσίας και των μελών της κοινότητας. Ιδιαίτερες παράμετροι εμφανίζονται να επικαθορίζουν την ανάπτυξη αλλά και τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη περίοδο. Αφενός, η ενεργή συμμετοχή των μελών της κοινότητας στη διοίκηση και τη χρηματοδότηση του κοινοτικού σχολικού δικτύου σχετίζεται με την αντίληψη κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων ότι το σχολείο αποτελεί το δίαυλο που εξασφαλίζει κοινωνική κινητικότητα. Αφετέρου, η ενεργοποίηση στην εκπαίδευση του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, προπαγανδιστικών μηχανισμών που εξυπηρετούσαν βουλγαρικές ή ρουμανικές επιδιώξεις ανταποκρίνεται στην αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών μηχανισμών «ως ιδεολογικών μετασχηματιστών της εθνικής συνείδησης». Παρά τις ιδιαίτερες πληθυσμιακές και κοινωνικές συνθήκες της μητρόπολης (παρουσία συμπαγούς βλαχόφωνου πληθυσμού και επικράτηση των τσιφλικιών ως ενοτήτων παραγωγικής διαδικασίας και μονάδων πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης), η εκπαιδευτική δραστηριότητα παρουσιάζει εντυπωσιακή ανάπτυξη από το 1870 έως και το 1912. Ο μαθητικός πληθυσμός των σχολείων αυξάνεται σταθερά, οικοδομούνται τα κοινοτικά σχολικά κτίρια και εξασφαλίζονται οι πόροι που διατίθενται για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, η αδυναμία ίδρυσης πλήρους Γυμνασίου φαίνεται να επηρεάζει ποικιλοτρόπως την αυτοτέλεια του εκπαιδευτικού συστήματος και να σχετίζεται με τη μη διέλευση σημαντικών εκπαιδευτικών και παιδαγωγών της εποχής από τα κοινοτικά σχολεία της Βέροιας.
Η εκπαιδευτική δραστηριότητα της ελληνικής κοινότητας Βεροίας στο διάστημα 1870-1912 προσδιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, από τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της κοινωνικής συγκρότησης των ελληνορθόδοξων κατοίκων της περιοχής και τις ειδικές πολιτικές επιδιώξεις της ηγεσίας και των μελών της κοινότητας. Ιδιαίτερες παράμετροι εμφανίζονται να επικαθορίζουν την ανάπτυξη αλλά και τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη περίοδο. Αφενός, η ενεργή συμμετοχή των μελών της κοινότητας στη διοίκηση και τη χρηματοδότηση του κοινοτικού σχολικού δικτύου σχετίζεται με την αντίληψη κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων ότι το σχολείο αποτελεί το δίαυλο που εξασφαλίζει κοινωνική κινητικότητα. Αφετέρου, η ενεργοποίηση στην εκπαίδευση του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, προπαγανδιστικών μηχανισμών που εξυπηρετούσαν βουλγαρικές ή ρουμανικές επιδιώξεις ανταποκρίνεται στην αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών μηχανισμών «ως ιδεολογικών μετασχηματιστών της εθνικής συνείδησης». Παρά τις ιδιαίτερες πληθυσμιακές και κοινωνικές συνθήκες της μητρόπολης (παρουσία συμπαγούς βλαχόφωνου πληθυσμού και επικράτηση των τσιφλικιών ως ενοτήτων παραγωγικής διαδικασίας και μονάδων πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης), η εκπαιδευτική δραστηριότητα παρουσιάζει εντυπωσιακή ανάπτυξη από το 1870 έως και το 1912. Ο μαθητικός πληθυσμός των σχολείων αυξάνεται σταθερά, οικοδομούνται τα κοινοτικά σχολικά κτίρια και εξασφαλίζονται οι πόροι που διατίθενται για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, η αδυναμία ίδρυσης πλήρους Γυμνασίου φαίνεται να επηρεάζει ποικιλοτρόπως την αυτοτέλεια του εκπαιδευτικού συστήματος και να σχετίζεται με τη μη διέλευση σημαντικών εκπαιδευτικών και παιδαγωγών της εποχής από τα κοινοτικά σχολεία της Βέροιας.
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα
Μπέτσας, Γ. (2004) «Η Μεγάλη του Γένους Σχολή κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα», στο: Ανεστίδης, Αδ. (επιμ.) Η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή: Ιστορία και Προσφορά, Πρακτικά επιστημονικής Ημερίδας, Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα: Εταιρία Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής, 73-100.
Παρουσιάζονται πτυχές που σχετίζονται με την ιστορία της Μεγάλης του Γένους Σχολής στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή αναδεικνύεται ως εκείνο το εκπαιδευτικό ίδρυμα της μέσης εκπαίδευσης που αντανακλά με καθαρότητα τις ιδεολογικές διεργασίες της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Η αποκλειστικότητα της Σχολής στην προσφορά ανωτέρου επιπέδου γνώσεων και η στενή εξάρτησή της από τον πατριαρχικό θεσμό εξετάζονται ως παράγοντες που συνέβαλλαν στην ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού και την ακτινοβολία που είχε αποκτήσει ως πρότυπο ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ένα ίδρυμα μέσης εκπαίδευσης που καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου παρέμεινε προσδεμένο στον παραδοσιακό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την καλλιέργεια του ανθρωπιστικού ιδεώδους. Επίσης, στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης, εξετάζονται άγνωστες πτυχές της ιστορίας του ιδρύματος που αναφέρονται σε επιδιώξεις ανωτατοποίησής του και τη δημιουργία ιδιαίτερου διδασκαλικού τμήματος, στις αρχές του 20ου αιώνα, στο πλαίσιο λειτουργίας της Σχολής.
Παρουσιάζονται πτυχές που σχετίζονται με την ιστορία της Μεγάλης του Γένους Σχολής στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή αναδεικνύεται ως εκείνο το εκπαιδευτικό ίδρυμα της μέσης εκπαίδευσης που αντανακλά με καθαρότητα τις ιδεολογικές διεργασίες της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Η αποκλειστικότητα της Σχολής στην προσφορά ανωτέρου επιπέδου γνώσεων και η στενή εξάρτησή της από τον πατριαρχικό θεσμό εξετάζονται ως παράγοντες που συνέβαλλαν στην ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού και την ακτινοβολία που είχε αποκτήσει ως πρότυπο ίδρυμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ένα ίδρυμα μέσης εκπαίδευσης που καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου παρέμεινε προσδεμένο στον παραδοσιακό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την καλλιέργεια του ανθρωπιστικού ιδεώδους. Επίσης, στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης, εξετάζονται άγνωστες πτυχές της ιστορίας του ιδρύματος που αναφέρονται σε επιδιώξεις ανωτατοποίησής του και τη δημιουργία ιδιαίτερου διδασκαλικού τμήματος, στις αρχές του 20ου αιώνα, στο πλαίσιο λειτουργίας της Σχολής.
Διοίκηση και εκπαιδευτική πολιτική για τα ελληνικά σχολεία της οθωμανικής επικράτειας (1856-1922)
Μπέτσας, Γ. (2003) «Διοίκηση και εκπαιδευτική πολιτική για τα ελληνικά σχολεία της οθωμανικής επικράτειας (1856-1922)», στο: Παπάς, Α., Τσιπλητάρης, Α., Πετρουλάκης, Ν., Νικόδημος, Σ., Χάρης, Κ., Ζούκης, Ν. (επιμ.) Ελληνική εκπαιδευτική και παιδαγωγική έρευνα: Πρακτικά 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου, Β’ τόμος, Αθήνα, 2 έως 4 Νοεμβρίου 2000, 185-200.
Παρουσιάζεται το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο υπόκειται η εκπαιδευτική δραστηριότητα των ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού κράτους και καταγράφονται οι θεσμοθετημένοι και οι άτυποι διοικητικοί μηχανισμοί του εκπαιδευτικού δικτύου. Ως βασικές οργανωτικές δομές της εκπαίδευσης αναδεικνύονται το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών και τα εντεταλμένα όργανά του, η Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή, Αδελφότητες και Σύλλογοι και, τέλος, το οθωμανικό κράτος. Επίσης, διερευνώνται οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους φορείς του οθωμανικού και του ελληνικού κράτους αναφορικά με την εκπαίδευση και, τέλος, με βάση τις παραπάνω συσχετίσεις, επιχειρείται να ερμηνευθούν αδρομερώς οι εκπαιδευτικές επιλογές της εκκλησιαστικής διοίκησης στο διάστημα 1856-1922.
Παρουσιάζεται το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο υπόκειται η εκπαιδευτική δραστηριότητα των ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού κράτους και καταγράφονται οι θεσμοθετημένοι και οι άτυποι διοικητικοί μηχανισμοί του εκπαιδευτικού δικτύου. Ως βασικές οργανωτικές δομές της εκπαίδευσης αναδεικνύονται το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών και τα εντεταλμένα όργανά του, η Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή, Αδελφότητες και Σύλλογοι και, τέλος, το οθωμανικό κράτος. Επίσης, διερευνώνται οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους φορείς του οθωμανικού και του ελληνικού κράτους αναφορικά με την εκπαίδευση και, τέλος, με βάση τις παραπάνω συσχετίσεις, επιχειρείται να ερμηνευθούν αδρομερώς οι εκπαιδευτικές επιλογές της εκκλησιαστικής διοίκησης στο διάστημα 1856-1922.
The objectives of the Greek Foreign Ministry for Greek Education within the Ottoman State (1871-1912): The setting of objectives and the fundamental axes of activity
Betsas, I. (2000) “The objectives of the Greek Foreign Ministry for Greek Education within the Ottoman State (1871-1912): The setting of objectives and the fundamental axes of activity”, στο: Terzis, N. (ed.) Education in the Balkans: From the Enlightenment to the Founding of the nation-states, Thessaloniki: Kyriakides Brothers, 235-250.
Αναλύονται οι βασικές επιδιώξεις της δραστηριοποίησης του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών στην εκπαίδευση των ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού χώρου, οι στόχοι που τίθενται, καθώς και τα μέσα, τα οποία διατίθενται για την επίτευξη τους. Η ανάπτυξη της παρεμβατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους στα σχολεία της περιοχής ανάγεται στην ιδεολογική κυριαρχία της Μεγάλης Ιδέας. Μάλιστα, η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού υπουργείου των εξωτερικών για το διάστημα που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη, η εντατικοποίηση των παρεμβάσεων, η αξιολόγηση και ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, συναρτώνται άμεσα με τους βασικούς άξονες της εθνικής πολιτικής στο χώρο. Η εκπαιδευτική πολιτική που προωθείται για τα ελληνικά σχολεία του οθωμανικού κράτους από το 1871 και έπειτα έχει ως αποκλειστικό στόχο την ενίσχυση των ελληνικών ερεισμάτων στην περιοχή και τούτος ο στόχος επιδιώκεται σε κάθε ευκαιρία παρέμβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία μέσω: α)της χρηματοδότησης του σχολικού δικτύου της ελληνικής εκπαίδευσης, β)των παρεμβάσεων στο περιεχόμενο της διδασκαλίας, το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων και την επιλογή σχολικών βιβλίων και γ)της στελέχωσης των σχολείων με τοπικής προέλευσης διδακτικό προσωπικό που καλείται να προάγει τα εθνικά συμφέροντα και καταρτίζεται στα Διδασκαλεία των ευρωπαϊκών επαρχιών του οθωμανικού κράτους, που συστήνονται με πρωτοβουλίες και χρηματοδότηση του ελληνικού υπουργείου των εξωτερικών.
Αναλύονται οι βασικές επιδιώξεις της δραστηριοποίησης του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών στην εκπαίδευση των ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού χώρου, οι στόχοι που τίθενται, καθώς και τα μέσα, τα οποία διατίθενται για την επίτευξη τους. Η ανάπτυξη της παρεμβατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους στα σχολεία της περιοχής ανάγεται στην ιδεολογική κυριαρχία της Μεγάλης Ιδέας. Μάλιστα, η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού υπουργείου των εξωτερικών για το διάστημα που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη, η εντατικοποίηση των παρεμβάσεων, η αξιολόγηση και ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, συναρτώνται άμεσα με τους βασικούς άξονες της εθνικής πολιτικής στο χώρο. Η εκπαιδευτική πολιτική που προωθείται για τα ελληνικά σχολεία του οθωμανικού κράτους από το 1871 και έπειτα έχει ως αποκλειστικό στόχο την ενίσχυση των ελληνικών ερεισμάτων στην περιοχή και τούτος ο στόχος επιδιώκεται σε κάθε ευκαιρία παρέμβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία μέσω: α)της χρηματοδότησης του σχολικού δικτύου της ελληνικής εκπαίδευσης, β)των παρεμβάσεων στο περιεχόμενο της διδασκαλίας, το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων και την επιλογή σχολικών βιβλίων και γ)της στελέχωσης των σχολείων με τοπικής προέλευσης διδακτικό προσωπικό που καλείται να προάγει τα εθνικά συμφέροντα και καταρτίζεται στα Διδασκαλεία των ευρωπαϊκών επαρχιών του οθωμανικού κράτους, που συστήνονται με πρωτοβουλίες και χρηματοδότηση του ελληνικού υπουργείου των εξωτερικών.
Ο θεσμός των σχολικών Εφορειών στο πλαίσιο της εξέλιξης του κοινοτισμού κατά την ύστερη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας: Το παράδειγμα των Κοινοτήτων της Μακεδονίας
Μπέτσας, Γ. (1999) «Ο θεσμός των σχολικών Εφορειών στο πλαίσιο της εξέλιξης του κοινοτισμού κατά την ύστερη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας: Το παράδειγμα των Κοινοτήτων της Μακεδονίας», στο: Χάρης, Κ., Πετρουλάκης, Ν., Νικόδημος, Σ. (επιμ.) Ελληνική εκπαιδευτική και παιδαγωγική έρευνα: Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου, Ναύπακτος 13-15.11. 1998, Ατραπός: Αθήνα, 571-576.
Παρουσιάζεται το θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο των σχολικών εφορειών στο πλαίσιο του κοινοτισμού στην οθωμανική αυτοκρατορία. Το καίριο ερώτημα που διερευνάται είναι κατά πόσο η λειτουργία των σχολικών εφορειών μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε ότι το συγκεκριμένο σύστημα διοίκησης αποτέλεσε για τα ελληνικά σχολεία της εποχής ένα μοντέλο αυτοδιοίκησης. Η αυτονομία των ελληνικών σχολείων της περιόδου αυτής περιορίστηκε, σε κάποιο βαθμό από την αυξανόμενη παρεμβατικότητα που επέδειξαν στο χώρο της εκπαίδευσης τόσο η εκκλησιαστική και η οθωμανική διοίκηση όσο και το ελληνικό κράτος. Κοινή συνισταμένη της παρεμβατικότητας που ανέπτυξαν τα πολιτικά και το θρησκευτικό κέντρο υπήρξε η προσπάθεια επιβολής μηχανισμών που θα αντλούσαν και θα επεξεργάζονταν τα χαρακτηριστικά του σχολικού δικτύου στα πρότυπα – ή την επιδίωξη- συγκεντρωτικών διοικητικών συστημάτων. Η αντίσταση που επέδειξαν οι τοπικές κοινωνίες στην προσπάθεια επιβολής συγκεντρωτικών χαρακτηριστικών διέφερε, ανάλογα με τις περιστάσεις, από κοινότητα σε κοινότητα, σε κάθε περίπτωση όμως, φαίνεται να δυσχέρανε τόσο την προσπάθεια για επιβολή ομοιομορφίας όσο και τη δυνατότητα αυτόνομης παρέμβασης των σχολικών εφορειών στο εκπαιδευτικό δίκτυο.
Παρουσιάζεται το θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο των σχολικών εφορειών στο πλαίσιο του κοινοτισμού στην οθωμανική αυτοκρατορία. Το καίριο ερώτημα που διερευνάται είναι κατά πόσο η λειτουργία των σχολικών εφορειών μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να υποστηρίξουμε ότι το συγκεκριμένο σύστημα διοίκησης αποτέλεσε για τα ελληνικά σχολεία της εποχής ένα μοντέλο αυτοδιοίκησης. Η αυτονομία των ελληνικών σχολείων της περιόδου αυτής περιορίστηκε, σε κάποιο βαθμό από την αυξανόμενη παρεμβατικότητα που επέδειξαν στο χώρο της εκπαίδευσης τόσο η εκκλησιαστική και η οθωμανική διοίκηση όσο και το ελληνικό κράτος. Κοινή συνισταμένη της παρεμβατικότητας που ανέπτυξαν τα πολιτικά και το θρησκευτικό κέντρο υπήρξε η προσπάθεια επιβολής μηχανισμών που θα αντλούσαν και θα επεξεργάζονταν τα χαρακτηριστικά του σχολικού δικτύου στα πρότυπα – ή την επιδίωξη- συγκεντρωτικών διοικητικών συστημάτων. Η αντίσταση που επέδειξαν οι τοπικές κοινωνίες στην προσπάθεια επιβολής συγκεντρωτικών χαρακτηριστικών διέφερε, ανάλογα με τις περιστάσεις, από κοινότητα σε κοινότητα, σε κάθε περίπτωση όμως, φαίνεται να δυσχέρανε τόσο την προσπάθεια για επιβολή ομοιομορφίας όσο και τη δυνατότητα αυτόνομης παρέμβασης των σχολικών εφορειών στο εκπαιδευτικό δίκτυο.